(της Γεωργίας Κανελλοπούλου)
Ερ. Καλώς ήρθατε στη (φανταστική) αυτή συζήτηση, κύριε Ταμπούκι, κύριε Τσάτουιν… Το θέμα μας είναι τι άλλο μ’ εσάς τους δύο εδώ, τα ταξίδια (γέλια). Έγραφε ο Γκυστάβ Φλωμπέρ πως τα ταξίδια μάς κάνουν ταπεινούς, γιατί συνειδητοποιούμε πόσο μικροσκοπικός είναι ο χώρος που καταλαμβάνουμε σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν ξέρω πόσο ταπεινός γίνατε αγαπητέ Μπρους, ξέρω όμως πως στα 24 σας χρόνια αφήσατε τη διευθυντική σας θέση στον Οίκο Σόθμπις, αφήσατε τα δείπνα σας με Πικάσο και Τζάκι, αφήσατε την εξαιρετική συλλογή που ήδη είχατε φτιάξει, δηλώσατε μάλιστα πως «τα αντικείμενα καρφώνονται μες στην ψυχή κι έπειτα της λένε τι να κάνει», κι ακολουθήσατε ένα δρόμο περιπλάνησης στον κόσμο και συγγραφής εικόνων και ιδεών. Αναρωτιέμαι, τι μικρόβιο είχατε κολλήσει και πώς; (γέλια) Το πρώτο πράγμα που γράψατε ήταν σε ταξίδι ή για ταξίδι;
ΜΠΡΟΥΣ ΤΣ: (Χμμ.) Επειδή το συνηθισμένο περιεχόμενο των παιδικών βιβλίων με άφηνε ασυγκίνητο, αποφάσισα να γράψω το πρώτο δικό μου βιβλίο στα έξι μου χρόνια. Κατάφερα να γράψω την πρώτη γραμμή, «Είμαι χελιδόνι».Έπειτα σήκωσα τα μάτια μου από το γραπτό και ρώτησα, «Πώς γράφουμε καλώδιο τηλεφώνου;» (γέλια) Στην ενήλικη ζωή μου, το πρώτο βιβλίο που συνέλαβα ήταν ένα εξωφρενικά φιλόδοξο και αυθαίρετο έργο, ένα είδος «Ανατομίας της Αεικινησίας»[1], το οποίο θα πραγματευόταν αυτό που είχε πει ο Πασκάλ, πως όλη η δυστυχία του ανθρώπου ξεκινάει από την αδυναμία του να παραμείνει ήσυχος μέσα σ’ ένα δωμάτιο. Μέσες άκρες η θέση του βιβλίου θα ήταν πως ο άνθρωπος, στην πορεία της εξέλιξης του, έχει αποκτήσει, μαζί με τα πόδια και την ικανότητα του για βηματισμό, μια ροπή προς τη μετανάστευση ή ένα ένστικτο να διανύει μεγάλες αποστάσεις με τα πόδια, και αυτή η ροπή είναι αχώριστη από το κεντρικό νευρικό σύστημα του, οπότε, όταν δεσμεύεται σε συνθήκες μόνιμης εγκατάστασης το ένστικτό του βρίσκει διέξοδο στη βία, στη διεκδίκηση ανωτερότητας ή στη μανιώδη αναζήτηση του νέου. Όμως το βιβλίο μεγάλωνε όλο και πιο πολύ, περιέλαβε ακόμα και μια διατριβή κατά της συγγραφής (γέλια) οπότε όταν δακτυλογραφήθηκε ήταν φανερά μη δημοσιεύσιμο…
Ερ. Τι λέτε εσείς κύριε Ταμπούκι; Συμφωνείτε με τον Μπρους Τσάτουιν και τον Πασκάλ, η δυστυχία του ανθρώπου ξεκινάει από την αδυναμία του να παραμείνει ήσυχος μέσα σ’ ένα δωμάτιο;
ΑΝΤΌΝΙΟ ΤΑ: Ναι, είναι πολύ πιθανό… Δείτε μια άλλη οπτική του ίδιου συμπεράσματος: το να ακουμπάμε τα πόδια στο ίδιο έδαφος για όλη μας τη ζωή, μπορεί να μας οδηγήσει σε μια επικίνδυνη παρεξήγηση, να μας κάνει να πιστέψουμε ότι αυτή η γη μας ανήκει, σαν να μην την έχουμε δανειστεί, όπως έχουμε δανειστεί τα πάντα σ’ αυτή τη ζωή. Ο Κωνσταντίνος Καβάφης το είπε σ’ ένα εξαιρετικό του ποίημα, την Ιθάκη: το ταξίδι έχει έννοια μόνο όσον αφορά τον εαυτό του, ότι είναι ταξίδι. Κι αυτό αποτελεί ένα μεγάλο δίδαγμα, αν φανούμε ικανοί να το κατανοήσουμε: είναι όπως η ύπαρξη μας, της οποίας η βασική σημασία είναι ότι τη ζήσαμε.
Ερ. Είστε και οι δύο συγγραφείς, εξαιρετικοί και ιδιαίτεροι συγγραφείς, και ταυτόχρονα ταξιδευτές, ο καθένας με τον τρόπο του… Η λογοτεχνία είναι ταξίδι κύριε Ταμπούκι; Δεν ρωτάω από την πλευρά του αναγνώστη ο οποίος σίγουρα διαβάζοντας βρίσκεται σε άλλους τόπους ή και μη τόπους, ρωτάω από την πλευρά του συγγραφέα, ταξιδεύετε γράφοντας;
ΑΝΤΌΝΙΟ ΤΑ: Γράφοντας φαντάζεσαι ότι είσαι κάποιος άλλος και ότι ζεις μια άλλη ζωή. Και ότι βρίσκεσαι σε ένα άλλο μέρος. Η γραφή λοιπόν, ναι, είναι ένα ταξίδι αλλά έξω από τον χρόνο και τον τόπο. Προσωπικά είμαι ένας ταξιδευτής που δεν ταξίδεψε ποτέ για να γράψει, κάτι τέτοιο μου φαινόταν πάντα ανόητο. Θα ήταν σαν κάποιος να θέλει να ερωτευτεί για να μπορέσει να γράψει ένα βιβλίο για τον έρωτα. Όμως, είναι πιθανό κάποια ταξίδια μου να μεταμορφώθηκαν σε γραφή. Είναι δύσκολο να ορίσεις αν έχουν μεγαλύτερη επίδραση τα πράγματα που κάνουμε από τα πράγματα που σκεφτόμαστε. Βλέπετε, σίγουρα όταν ζεις μπορείς και γράφεις, πρόκειται όμως για δύο διαφορετικά πράγματα: Η ζωή είναι μια μουσική που εξαφανίζεται μόλις την έχεις ακούσει. Η μουσική είναι πιο όμορφη από την παρτιτούρα της, δεν υπάρχει αμφιβολία. Αλλά από τη μουσική, όταν την έχεις ακούσει, παραμένει στη ζωή η παρτιτούρα.
Ερ. Πάντως εσάς κύριε Τσάτουιν, τα ‘φερε έτσι η ζωή που το πρώτο σας βιβλίο να μην το γράψετε ενώ κάθεστε ήσυχος σ’ ένα δωμάτιο σαν τον άνθρωπο του Πασκάλ, αλλά να φτάσετε στην άκρη της γης, κυριολεκτικά στην άκρη της γης, στην Παταγονία, για να το γράψετε… Πώς λοιπόν σας ήρθε μια ωραία πρωία να αφήσετε τα πάντα, ακόμα και την καριέρα σας στους Sunday Times πια, που κι αυτή είχε ταξίδια και ενδιαφέρον, και να πάτε τόσο μακριά;
ΜΠΡΟΥΣ ΤΣ: Ένα απόγευμα στο Παρίσι, αρχές της δεκαετίας του 70, πήγα να δω την αρχιτέκτονα Αιλίν Γκρέι, η οποία εξακολουθούσε να εργάζεται 14 ώρες, σε ηλικία 93 ετών. Στο σαλόνι της κρεμόταν ένας χάρτης της Παταγονίας. «Πάντα ήθελα να πάω εκεί», είπα. «Κι εγώ το ίδιο» είπε εκείνη, «να πας και για μένα». Πήγα. Τηλεγράφησα στους Sunday Times, «Βρίσκομαι στην Παταγονία». Επέστρεψα έξι μήνες αργότερα, με το σκελετό του βιβλίου, που αυτή τη φορά εκδόθηκε.
Ερ. Κύριε Ταμπούκι, έχω διαβάσει πως κι εσάς ένας χάρτης σας επηρέασε πολύ, ο παγκόσμιος άτλαντας Ντε Αγκοστίνι με την υδρόγειο σφαίρα στην αρχή κομμένη στα δύο και μετά μία μία οι ήπειροι, η γενιά μου είχε τέτοιους άτλαντες στο σχολείο, πείτε μου λοιπόν, πιάνετε αυτό τον άτλαντα στα χέρια σας, στην εφηβεία σας, και τι σκέφτεστε, τι σας γοητεύει;
ΑΝΤΌΝΙΟ ΤΑ: Μα, ήταν ο κόσμος! Ήταν η πρώτη ιδέα που είχα για τη Γη! Μια αναλλοίωτη και ασφαλής εικόνα τότε, γιατί από τη μια πλευρά υπήρχε η αφηρημένη απεικόνιση της και από την άλλη φωτογραφικές εικόνες, το «περιεχόμενο» της: στην Ευρώπη το Κολοσσαίο, ο Πύργος του Άιφελ, η Γέφυρα του Λονδίνου, στην Αφρική οι Πυραμίδες, το Κιλιμάντζαρο, ένα τζαμί του Μαρόκου. Στην Ασία το λιμάνι της Σιγκαπούρης, μια παγόδα του Τόκιο. Για την Ωκεανία θυμάμαι το λιμάνι του Σίδνεϊ και το πρόσωπο ενός άντρα με ένα κόκαλο περασμένο στη μύτη. Ήταν ο κόσμος.
Ερ. Μου αρέσει που αναφέρατε την Ωκεανία και την εικόνα που είχαμε για τους ιθαγενείς της, μια εικόνα που σιγά σιγά άλλαξε και διαμορφώθηκε με βάση και τα ταξίδια του Μπρους Τσάτουιν, σε μεγάλο βαθμό! Κύριε Τσάτουιν, είναι γεγονός πως ο τόπος με τον οποίο σας έχουμε περισσότερο ταυτίσει δεν είναι η Παταγονία ούτε η Αφρική ή η Ινδία… είναι η Αυστραλία και οι Αβορίγινες. Είναι ταξιδευτές οι Αβορίγινες που γνωρίσατε;
ΜΠΡΟΥΣ ΤΣ: Είναι αλήθεια πως οι Αβορίγινες, αυτοί οι πράοι άνθρωποι, τη μια μέρα δούλευαν ευτυχισμένοι σ’ ένα βουστάσιο και την επόμενη, χωρίς καμιά προειδοποίηση και χωρίς κανένα σοβαρό λόγο, έστηναν όρθια τα ραβδιά τους κι έφευγαν για το άγνωστο. Έβγαζαν τα ρούχα της δουλειάς κι έφευγαν για βδομάδες και μήνες και χρόνια ακόμα. Ταξίδευαν μέχρι το μέσο της ηπείρου μόνο και μόνο για να συναντήσουν έναν άνθρωπο κι έπειτα έκαναν το ταξίδι του γυρισμού σαν να μην είχε συμβεί τίποτα: Πάντως ο λόγος για τον οποίο πήγα εγώ στην Αυστραλία ήταν για να προσπαθήσω να μάθω, μόνος μου και όχι από τα βιβλία των άλλων, τι είναι τα Μονοπάτια των Τραγουδιών και πώς λειτουργούν.
Ερ. Θα μας πείτε τι είναι τα Μονοπάτια των Τραγουδιών και πώς λειτουργούν; Είναι τόπος; είναι μη τόπος; Είναι ουτοπία, πραγματικότητα ;
ΜΠΡΟΥΣ ΤΣ. Οι μύθοι των Αβορίγινων μιλάνε για τα θρυλικά τοτεμικά πλάσματα που περιπλανιόνταν σ’ ολόκληρη την ήπειρο και ονόμαζαν με το τραγούδι τους καθετί που συναντούσαν στο διάβα τους – πουλιά, ζώα, βράχια, γούρνες – κι έτσι, τραγουδώντας έδιναν υπόσταση στο περιβάλλον τους, δημιουργούσαν τον κόσμο. Σαν να σκόρπιζαν στην απέραντη αυστραλέζικη γη σειρές από λέξεις και μουσικές νότες πάνω στις γραμμές που σχημάτιζαν τα χνάρια τους και αυτά τα ίχνη παρέμεναν πάνω στη γη σαν δρόμοι επικοινωνίας ανάμεσα στις απομακρυσμένες φυλές.
Ένα τραγούδι γινόταν ταυτόχρονα χάρτης και ραδιογωνιόμετρο… Και, εφόσον ήξερες το τραγούδι, μπορούσες πάντα να βρεις το δρόμο σου. Οι περισσότερες φυλές μιλούσαν τη γλώσσα του άμεσου γείτονα τους κι έτσι δεν υπήρχαν δυσκολίες επικοινωνίας από το ένα σύνορο στο άλλο. Το μυστήριο ήταν πως ένας άνθρωπος της φυλής Α, που ζούσε στο ένα άκρο του Μονοπατιού ενός Τραγουδιού, μπορούσε ν‘ ακούσει τη φυλή Ρ να τραγουδά λίγα μουσικά μέτρα, και χωρίς να ξέρει λέξη από τη γλώσσα τους, να ξέρει ακριβώς ποια γη τραγουδιέται. Στη θεωρία, ολόκληρη η Αυστραλία θα μπορούσε να διαβαστεί σαν μουσική παρτιτούρα. Όλοι σχεδόν οι βράχοι και οι όρμοι της χώρας θα μπορούσαν να έχουν ή έχουν τραγουδηθεί. Πρέπει να φανταστεί κάποιος τα Μονοπάτια των Τραγουδιών σαν ένα μακαρόνι από Ιλιάδες ή Οδύσσειες που στριφογυρνά προς αυτή ή την άλλη κατεύθυνση, και που κάθε «ραψωδία» του μπορεί να διαβαστεί σε όρους γεωλογίας. Δημιουργώντας με το τραγούδι τους τον κόσμο, οι Αβορίγινες έγιναν ποιητές με την αρχική έννοια της ποίησης, που σημαίνει “δημιουργία”.
Ερ. Δύσκολο να κατανοηθεί, αλλά γι’ αυτό υπάρχει και το βιβλίο σας.. απίστευτα εντυπωσιακό πάντως! Κύριε Ταμπούκι, πήγατε κι εσείς στην Αυστραλία και κάνατε πολλά πράγματα, ήρθατε σε επαφή με τον πολιτισμό των Αβορίγινων ή με Αβορίγινες;
ΑΝΤΌΝΙΟ ΤΑ: Το πιο γοητευτικό τμήμα της Εθνικής Πινακοθήκης, το σημαντικότερο μουσείο εικαστικών τεχνών στη Μελβούρνη, είναι οι αίθουσες με την αβοριγίνικη τέχνη. Ξέρετε, η Αυστραλία προβίβασε πολύ αργά τους Αβορίγινες στην τάξη των πολιτών. Μονάχα το 1967 ένα εθνικό δημοψήφισμα έδωσε στους Αβορίγινες εθνικότητα, δικαίωμα ψήφου και ελευθερία κίνησης. Αυτό είχε ως συνέπεια να «ανακαλυφθεί» και η κουλτούρα τους. Από όσα διάβασα, (και επιβεβαιώνονται από τα λεγόμενα του Μπρους), αυτοί «οι πιο δυσάρεστοι στην όψη άγριοι» όπως τους χαρακτήρισε το 17ο αιώνα ο άγγλος Ντάμπιερ, είναι ένας από τους πιο πνευματικούς λαούς της γης. Η κουλτούρα τους δεν έχει ανάγκη ούτε από ναούς ούτε από ιερείς, βασίζεται στην Περίοδο του Ονείρου, σε μια μυθική αρχή του κόσμου, στη γέννηση της γης και του ανθρώπου, όταν οι πνευματικές δυνάμεις που κυβερνούν το σύμπαν πήραν μορφή για να κατοικήσουν τη Γη και να προσφέρουν ζωή….
Ερ. Θα κάνω ένα άλμα από τους ποιητές Αβορίγινες στην μπιτ ποίηση, και σε εκείνο το φοβερό στίχο του Τζακ Κέρουακ “keep on rolling under the stars” που αποθέωσε την κίνηση… Πολλοί συγγραφείς και στοχαστές έχουν μιλήσει για την αξία της κίνησης, λίγοι βέβαια την έχουν κάνει πράξη την κίνηση όπως εσείς, και ο Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, ένας συγγραφέας που ξέρω ότι αγαπάτε πολύ και οι δύο, όπως κι εγώ, είπε «Δεν ταξιδεύω για να πάω κάπου αλλά για να πάω. Ταξιδεύω για χάρη του ταξιδιού. Το ζήτημα είναι να μετακινείσαι.». Εκτός από το να διευρύνει τους ορίζοντες μας, τι άλλο είναι το ταξίδι για σας, αλλά και για μας τους πιο στάσιμους κοινούς θνητούς; Μπρους;
ΜΠΡΟΥΣ ΤΣ: Ο Ιμπν Μπατούτα, ο ακάματος άραβας ταξιδευτής που περπάτησε από την Ταγγέρη ως την Κίνα και γύρισε, μόνο για το γούστο της περιήγησης, είπε «εκείνος που δεν ταξιδεύει δεν ξέρει την αξία των ανθρώπων». Αλλά το ταξίδι δεν διευρύνει απλώς τον νου. Τον φτιάχνει. Αμερικανοί ειδικοί έκαναν εγκεφαλογραφήματα ταξιδιωτών και διαπίστωσαν πως οι αλλαγές περιβάλλοντος και η συναίσθηση της διαδοχής των εποχών του έτους τονώνουν τους ρυθμούς του εγκεφάλου και συμβάλλουν στο αίσθημα καλοζωίας και ενό ζωντανού σκοπού στη ζωή. Το μονότονο περιβάλλον και οι πληκτικές τακτικές δραστηριότητες φέρνουν κόπωση, νευρικές διαταραχές, απάθεια, αυτοαπέχθεια και βίαιες αντιδράσεις.
Δεν είναι, συνεπώς, εκπληκτικό το γεγονός πως μια γενιά που έχει προστατευτεί από το ψύχος με κεντρική θέρμανση, από τη ζέστη με κλιματισμό, έχει μεταφερθεί με αποστειρωμένα συγκονωνιακά μέσα από ένα σπίτι η ξενοδοχείο σε ένα άλλο ολόιδιο, κι όμως αισθάνεται την ανάγκη για ταξίδια του σώματος και του νου, για διεγερτικά ή καταπραϋντικά χάποια, ή για την κάθαρση των ταξιδιών, της μουσικής και του χορού; Περνάμε υπερβολικά πολύ καιρό σε δωμάτια με κλειστά παραθυρόφυλλα. Ο Ρόμπερτ Λουις Στήβενσον έγραψε επίσης «Η μεγάλη υπόθεση είναι να κουνιόμαστε για να νιώθουμε από πιο κοντά τις ανάγκες και τα εμπόδια της ζωής, να κατεβαίνουμε από το πουπουλένιο κρεβάτι του πολιτισμού και να πατάμε στο γρανιτένιο έδαφος της υδρογείου».
Ερ. Συμφωνείτε κύριε Ταμπούκι; Το ζήτημα είναι να μετακινείσαι; Ή έχει δίκιο ο αγαπημένος σας (και δικός μου) Φερνάντο Πεσσόα ο οποίος μας λέει: «Για να ταξιδέψω φτάνει να υπάρχω: πηγαίνω από μέρα σε μέρα, σαν από σταθμό σε σταθμό στο σιδηρόδρομο του κορμιού μου ή του πεπρωμένου μου, σκυμμένος πάνω από τους δρόμους και τις πλατείες, πάνω από τα πρόσωπα και τις χειρονομίες, πάντα ίδια και πάντα διαφορετικά, όπως τελικά είναι και τα τοπία. Εάν φαντάζομαι, βλέπω.» Μπορεί λοιπόν το ταξίδι να γίνεται με το μυαλό ενώ τα πόδια μας είναι μέσα στο διαμέρισμα μας;
ΑΝΤΌΝΙΟ ΤΑ: Πιστεύω στην ανακάλυψη του κόσμου μέσα από τα ταξίδια και τη μετακίνηση, όχι βέβαια από το γαμήλιο ταξίδι στις Σευχέλλες ή στις νήσους Κομόρες, τι να κάνει κανείς στις νήσους Κομόρες; Επιστρέφουν και στο πρόσωπο τους δεν έχει καταγραφεί τίποτα, είναι απλώς ηλιοκαμένοι. Το ίδιο αποτέλεσμα θα είχαν και στην ταράτσα του σπιτιού τους!! (γέλια). Ταξιδεύοντας λοιπόν ανακαλύπτεις ότι ο κόσμος είναι μεγάλος. Δεν είναι αλήθεια ότι ο κόσμος είναι μικρός. Δεν είναι καν αλήθεια ότι είναι ένα «παγκόσμιο χωριό» όπως ισχυρίζονται τα ΜΜΕ. Ο κόσμος είναι μεγάλος και διαφορετικός. Γι’ αυτό είναι και όμορφος, διότι είναι μεγάλος και διαφορετικός και είναι αδύνατο να τον γνωρίσεις ολόκληρο. Γι αυτό συμφωνώ και με τον Πεσσόα. Ξέρετε, εγώ ανακάλυψα τη λογοτεχνία με το «μαγικό» βιβλίο, που για μένα εξακολουθεί να είναι μαγικό, Το νησί των θησαυρών του Στήβενσον (χάρηκα που ήταν αγαπημένο και του Μπρους και δικό σας). Το βιβλίο εκείνο με μετέφερε σε μυθικούς ωκεανούς, ήταν ένας άνεμος που δεν φούσκωνε απλώς τα πανιά του καραβιού που είχε σαλπάρει σε αναζήτηση του θησαυρού αλλά κινούσε τα φτερά της φαντασίας….
Ερ. Η φαντασία είναι ταξίδι λοιπόν, κι εγώ αυτό πιστεύω, και ο Πάκο Ιγνάθιο Τάιμπο ΙΙ γράφει σε ένα βιβλίο του ένα από τα πιο αγαπημένα μου πράγματα, πως «ανήκουμε στους τόπους που δεν γνωρίσαμε». Πηγαίνοντας προς το τέλος αυτής της συζήτησης, βρήκατε ποτέ αυτόν τον «τόπο» κύριε Ταμπούκι; Και δεν μιλάω για την αγαπημένη σας Πορτογαλία που έγινε για σας κάτι σαν πατρίδα, αλλά για αυτόν τον τόπο του Πεσσόα, πάλι ο Πεσσόα (γέλια), «Το τοπίο μου είμ’ εγώ ο ίδιος» λέει.
ΑΝΤΌΝΙΟ ΤΑ: Ένας τόπος δεν είναι ποτέ «ένας» τόπος: εκείνος ο τόπος είμαστε λιγάκι και εμείς. Κατά κάποιο τρόπο, χωρίς να το ξέρουμε, τον κουβαλούσαμε μαζί μας και μια μέρα, τυχαία, φτάσαμε σ’ αυτόν. Φτάσαμε τη σωστή ή τη λάθος μέρα, ανάλογα, αλλά γι’ αυτό δεν ευθύνεται ο τόπος, εξαρτάται από μας. Εξαρτάται από το πώς διαβάζουμε εκείνο τον τόπο, από τη διαθεσιμότητα μας να τον δεχτούμε, από το αν είμαστε εύθυμοι ή μελαγχολικοί, νέοι ή γέροι, αν νιώθουμε καλά ή αν έχουμε πονόκοιλο. Εξαρτάται από το ποιοι είμαστε τη στιγμή που φτάνουμε σ’ εκείνο τον τόπο. Όσο για τον Πεσσόα, σας συνιστώ να πιείτε έναν εσπρέσο στη Λισαβώνα στο καφέ Μπραζιλέιρα, εκεί που πήγαινε κάθε απόγευμα και με τους συντρόφους του ίδρυσε το περιοδικό Orpheu και τα μεγάλα πρωτοποριακά κινήματα της εποχής του… Αν πάρετε τον καφέ σας σ’ ένα από τα εκείνα τα τραπέζια, παρέα με εκείνο τον κύριο με το σπάνιο χαμόγελο, θα συνειδητοποιήσετε πως δεν είναι κάτι που συμβαίνει κάθε μέρα.
Προτελευταία Ερ. Εσείς που ταξιδέψατε τόσο πολύ, σε τόσο διαφορετικούς τόπους, είδατε πράγματα, σκεφτήκατε πράγματα, κύριε Ταμπούκι εμπνευστήκατε τόσες ιδέες από τα ταξίδια σας, κύριε Τσάτουιν γίνατε νομάς με τους νομάδες, πείτε μας λοιπόν: υπάρχουν στ’ αλήθεια σύνορα όπως στους χάρτες στους οποίους αναφερθήκατε κι οι δύο;
ΑΝΤΌΝΙΟ ΤΑ: Ξέρετε, κρατώ ακόμα εκείνο τον άτλαντα για τα εγγόνια μου, παρόλο που δεν είχα ποτέ την απαίτηση να διδάξω τίποτα σε κανέναν, για όσο καιρό όμως θα πιστεύουν, όπως κι εγώ κάποτε, ότι ο κόσμος θα είναι πάντα εκείνος που γνωρίζουν. Μέχρι να συνειδητοποιήσουν ότι η απεικόνιση του κόσμου είναι σχετική, τα χρώματα των χαρτών αλλάζουν, μια χώρα που ήταν κόκκινη γίνεται λευκή, μια άλλη που ήταν μεγάλη γίνεται μικρή, οι μεθοριακές γραμμές μετατοπίζονται, τα σύνορα είναι μετακινούμενα. Μένουν οι πορείες των ποταμών, το ύψος των βουνών και η γραμμή των ακτών, αλλά αν τώρα ανήκουν σε μια χώρα, ύστερα μπορεί ν’ ανήκουν σε μια άλλη. Τα μόνα «σύνορα» που δεν θα αλλάξουν ποτέ είναι εκείνα του ανθρώπινου σώματος και αυτό που αισθάνονται όταν παραβιάζονται.
ΜΠΡΟΥΣ ΤΣ: Το πρώτο ερώτημα που ήθελα να θεσω σε βιβλίο ήταν «για ποιο λόγο η περιπλάνηση των νομάδων;». Τελικά το βιβλίο εκείνο δεν προχωρησε με τη μορφή που είχα πρωτοσκεφτεί, αλλά έγινε ένα συγγραφικό συμβόλαιο με τον οίκο Jonathan Cape, εν τω μεταξύ είδα το χάρτη της Παταγονίας στον οποίο αναφερθήκαμε, κι έτσι το συμβόλαιο μεταφέρθηκε στο χειρόγραφο του βιβλίου Στην Παταγονία. Δεν τους ξέχασα τους νομάδες όμως, επανήλθαν πολλές φορές σε διάφορα κείμενα μου, κι όλες αυτές τις πρώτες σκέψεις τις έβαλα και σε ένα άρθρο στο περιοδικό Vogue το 1970, με τον τίτλο «Ο κόσμος είναι ένας νομαδικός νομαδικός νομαδικός ΝΟΜΑΔΑΣ». (γέλια). Οι νομάδες δεν γνωρίζουν σύνορα.
Τελευταία Ερ. Γράφει ο κύριος Ταμπούκι στο κείμενο του «Ακτήμονες» μια σκηνή όπου ο ακτήμων συζητάει με τον αστρονόμο που του εξηγεί το σύμπαν και του λέει: «Αδελφέ μου, μη σκέφτεσαι την περιστροφή της γης , σκέψου πρώτα τα χέρια μου που δουλεύουν και δεν την κατέχουν. Εγώ ζω σ’ αυτή τη γη, ξεχερσώνω αυτή τη γη και είμαι χωρίς γη». Μετά απ’ αυτό, εσείς που έχετε τόσο ταξιδέψει και έχετε τόσα πράγματα δει, είστε αισιόδοξοι;
ΜΠΡΟΥΣ ΤΣ: Για τους Αβορίγινες, η “πατρίδα” κάθε ανθρώπου, μπορεί να είναι μια άδεια έκταση, πάντως είναι από μόνη της μια ιερή εικόνα που δεν πρέπει να λαβώνεται με δρόμους, ορυχεία, σιδηροδρόμους. Ίσως γι’ αυτό, ακόμα κι όταν οι «άγριοι» Αβορίγινες εγκλωβίστηκαν από τους ήμερους (;) στους καταυλισμούς, μη μπορώντας πια ούτε να περιπλανηθούν στην ίδια τη γη τους πάνω στα μονοπάτια των τραγουδιών τους, άρχισαν την ώρα που διηγούνταν τους μύθους τους στα παιδιά τους, να χαράζουν τα «ίχνη» των προγόνων τους, να ζωγραφίζουν πια τα μονοπάτια, είμαι αισιόδοξος, τα μονοπάτια δεν θα σβήσουν, λέω….
ΑΝΤΌΝΙΟ ΤΑ: Ανάμεσα στα πολλά όνειρα που έχουν καλλιεργήσει οι άνθρωποι στη διάρκεια της ιστορίας τους, αυτά που καταλήγουν να έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα από την ουτοπία που τα γέννησε είναι σίγουρα τα πιο τραγικά και τα πιο ολέθρια. Διότι δεν στρέφονται μόνο εναντίον όποιου τα επινόησε αλλά επεκτείνονται σαν μολυσματική αρρώστια. Η κακεντρέχεια είναι παλιά όσο ο κόσμος, και σε πλατιά κλίμακα έχει τα ίδια αποτελέσματα με μια επιδημία. Η απληστία είναι μια ανθρώπινη σταθερά όπως ο ήλιος που λάμπει, αλλά όταν πια προωθεί το κέρδος ως κοινωνικό ευεργέτημα έχει καταστροφικά αποτελέσματα: Ένας ευαίσθητος αναλυτής της ανθρώπινης μωρίας, ο Μισέλ Μπρουντό, έχει γράψει ένα βιβλίο πκρής μελαγχολίας για τον τραυματισμένο πλανήτη μας με τίτλο «Το Όνειρο του Αμαζονίου». Πήγα κι εγώ στην Αμαζονία. Εκεί δεν έχουμε μόνο το ανησυχητικό παράδειγμα της καταστροφής που φέρνει η ανθρώπινη λειτουργία στην ισορροπία του πλανήτη, αλλά και μία μεταφορά του παρανοϊκού πολιτισμού μας που, όσο περισσότερο παράγει, τόσο περισσότερο καταβροχθίζει τον εαυτό του.
Σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό το ταξίδι. Να κλείσουμε με κάτι του Λώρενς Φερλινγκέτι που μου αρέσει; (Καταφάσεις). Και όλα αυτά συνέβησαν / πάνω σε μια μικρή σφαίρα γης / σαν μια δουλειά σε εξέλιξη / από κάποιον στοκαδόρο γλύπτη / ή έναν μυθιστοριογράφο νυχτερινών λαβυρίνθων / Μια τρελή σκηνή για να κάνεις ωτοστόπ / και να προσγειωθείς σε μια υδρόγειο…
————————————————–
Βιβλία του Μπρους Τσάτουιν που χρησιμοποιήθηκαν στις «απαντήσεις» του
- Ανατομία του αεικίνητου
- Τα μονοπάτια των τραγουδιών
Βιβλία του Αντόνιο Ταμπούκι που χρησιμοποιήθηκαν στις «απαντήσεις» του
- Ταξίδια και άλλα ταξίδια
Οι περισσότερες φωτογραφίες είναι από το site του National Geographic, όλες ταξιδιάρικες. Αν λένε κάτι, είναι πως υπάρχουν πολλοί τρόποι (και τόποι) να ταξιδέψει κανείς.
Η συνέντευξη είναι βεβαίως φανταστική. Όλες οι απαντήσεις είναι αποσπάσματα από τα βιβλία των Μπρους Τσάτουιν και Αντόνιο Ταμπούκι, χωρίς καμία αλλαγή ή προσθήκη δική μου. Οι ερωτήσεις είναι αυτές που θα τους έκανα αν συναντιόμαστε ποτέ, τροποποιημένες έτσι ώστε να ταιριάξουν με τις “απαντήσεις”.
[1] Το βιβλίο «Ανατομία του Αεικίνητου» του Μπρους Τσάτουιν εκδόθηκε τελικά μετά το θάνατο του.