(της Γεωργίας Κανελλοπούλου)
Όταν ρωτούσαν τον Μ. Γιοέλ τι μέρος του λόγου είναι, αυτός δήλωνε πάντα «τούρκος εβραίος σαλονικιός», άλλαζε όμως τη σειρά των λέξεων ανάλογα με το πού βρισκόταν και ποιος ρωτούσε, όπως βόλευε κάθε φορά δηλαδή. Μόνο όταν πήγε να σπουδάσει στο Παρίσι και έζησε την υπόθεση Ντρέιφους και τον τρόμο μιας νύχτας μίσους, καταστροφής και διωγμού των εβραίων, μια προοιοκονομία της νύχτας κρυστάλλων σαν να λέμε, μόνο τότε είδε την ταυτότητα του αλλιώς, σαν να απέκτησε για πρώτη φορά εβραϊκή συνείδηση.
Όχι πολλά χρόνια αργότερα, ένα ελληνάκι έπαιζε στα στενά της Σαλονίκης με τον φίλο του, το εβραιάκι Σαμίκο Χαγουέλ. Ήταν 1943 όταν έπαιξαν τελευταία φορά, ο Σαμίκο και η οικογένεια του δεν επέστρεψαν από το Άουσβιτς, το εβραιάκι εκτελέστηκε. Το ελληνάκι ήταν ο Ηλίας Πετρόπουλος. «Μια μέρα την άνοιξη του ’43 έφτασε στ’ αυτιά μου η είδηση ότι οι γερμανοί είχαν πάρει τους εβραίους του 151*. Άρπαξα το τραμ και πήγα. […] Ήμουνα δεκάξι χρονών. Άρχισα να γλιστράω από σπίτι σε σπίτι μεθοδικά στα φτωχόσπιτα. Οι πόρτες είχαν μείνει μισάνοιχτες. Καμιά καρέκλα πεσμένη χάμω, ένα σπασμένο μπουκάλι, κάδρα με φωτογραφίες αφημένα στους τοίχους. Με έπνιγαν μαύρα συναισθήματα. Δεν αντάμωσα ούτε ψυχή μες στο 151. Τα μόνα ζωντανά ήταν οι γάτες του συνοικισμού. Έψαχναν να βρουν τα αφεντικά τους…» λέει ο Ηλίας Πετρόπουλος στο σχετικό βιβλίο του Αχιλλέα Φωτάκη.
Περπατάω στη Θεσσαλονίκη, στην περιοχή του Φραγκομαχαλά, κάποτε εβραϊκή περιοχή γεμάτη μαγαζάκια κλωστικών και υφασμάτων αλλά και τραπεζών τότε, χαζεύω τη στοά Μαλοκοπή, εκεί στεγαζόταν η Τράπεζα Θεσσαλονίκης που είχε ιδρυθεί το 1888 από την εβραϊκή οικογένεια Αλλατίνι, και μέσα μου τραγουδιούνται αυτόματα, αυτόνομα σχεδόν, οι στίχοι:
Ψάχνω τα ίχνη της να βρω στα πήγαινε έλα
Μοναστηρίου, Κομνηνών, Καρόλου Ντηλ
μα ποιος θυμάται να μου πει γι’ αυτή τη Στέλλα
με το παράξενο επώνυμο Χασκήλ.
Ήταν μικρός ο Ηλίας Πετρόπουλος, αλλιώς ίσως είχε γνωρίσει τη Στέλλα Χασκήλ, την κοπέλα που σώθηκε από το ολοκαύτωμα, για να προσθέσει λες στο ρεμπέτικο τραγούδι κάτι από τη σεφαραδίτικη γλύκα, που τραγούδησε τη σεφαραδίτικη ανάμνηση μοναδικά – κάτι που είδαν κι έβαλαν μέσα σ αυτό το πολύ ιδιαίτερο, το γεμάτο συναισθήματα και εικόνες τραγούδι τους ο Νότης Μαυρουδής, ο Ηλίας Κατσούλης και η Μαριώ: ένα από τα ελάχιστα ελληνικά τραγούδια που μιλούν για την εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, που χάθηκε σχεδόν στο σύνολό της. Ίσως το μόνο.
Ήταν μια εβραϊκή πόλη η Σαλονίκη, διαβάζουμε στις Αναμνήσεις του γιατρού Μ. Γιοέλ,όπου ο Γιοέλ αφηγείται σε τρέχοντα χρόνο μιας και πρόκειται για το πραγματικό του ημερολόγιο, ένα σπάνιο ντοκουμέντο που βρήκα τυχαία σε κάποιο παζάρι με 2,70 ευρώ. «Ήταν μια εβραϊκή πόλη, η οθωμανική κοινωνία ήταν μια προοδευτική κοινωνία, και οι άνθρωποι εκεί έλεγαν “είμαι τούρκος εβραίος σαλονικιός” με όποια σειρά τους βόλευε κατά περίπτωση. Υπήρχαν πολλές εφημερίδες στα ισπανοεβραϊκά, αυτή η γλώσσα τούς χρειαζόταν για να συνεννοούνται, και στα τουρκικά και στα γαλλικά, δεν αναφέρονται ελληνικά ούτε έλληνες.» Ο πατέρας του Γιοέλ, διάσημος και εύπορος εβραίος ράφτης στη Θεσσαλονίκη, έραβε ρούχα “αλά τούρκα” κι όταν άλλαξε η μόδα και επικράτησε ο δυτικός τρόπος ντυσίματος, φαλίρισε!! Μα, δεν ήταν / είναι όλοι οι εβραίοι πάμπλουτοι;
«Η πολυεθνική Θεσσαλονίκη είχε ένα ιδιάζον πλέγμα κάθετης και οριζόντιας κοινωνικής διάρθρωσης, που έβρισκε έκφραση ως και στην τοπογραφία. Το χαρακτηριστικό για την κοινωνία της Θεσσαλονίκης είναι ότι δεν υπήρχαν εβραίοι μεσοαστοί. Αρκετοί εβραίοι ήταν πάμπλουτοι, ωστόσο το 90% των εβραίων ανήκαν στη φτωχολογιά. Τα σπιτάκια, για παράδειγμα, του 151 είχαν δύο δωμάτια και κουζίνα, ήταν χτισμένα με ελαφρά υλικά. Οι κάτοικοι του 151 ήταν εξίσου φτωχοί με τους πρόσφυγες της Κάτω Τούμπας» γράφει ο Ηλίας Πετρόπουλος.
Την ξέρω μόνο από μια φωτογραφία
κι ίσως την είδα στ’ όνειρό μου μια φορά
μαύρα μαλλιά σαν του Θεού καλλιγραφία
κίτρινο άστρο στο λαιμό της να φορά
11 Ιουλίου 1942 έγινε εκεί, στην πλατεία Ελευθερίας της Θεσσαλονίκης, ένα από τα πιο θλιβερά επεισόδια αντισημιτισμού της χώρας. Εκεί οι γερμανοί ναζί συγκέντρωσαν όλο τον αρσενικό εβραϊκό πληθυσμό από 18 έως 45 ετών, τους παρέταξαν κάτω από τον ήλιο, και τους εξανάγκασαν να κάνουν γυμναστικές ασκήσεις, υποβάλλοντας τους σε δημόσιο εξευτελισμό. Ο Βινίτσιο Καποσέλα γράφει στο Τεφτέρι του: «Πολλοί κοιτάζουν από παράθυρα, μπαλκόνια, πεζοδρόμια. Ολόκληρος ο εβραικός πληθυσμός κλήθηκε στην πλατεία εκείνο το “μαύρο” Σάββατο. Και ο κόσμος, οι πολίτες, δεν διαμαρτυρήθηκαν. Ορισμένοι ίσως απόλαυσαν κατά βάθος το θέαμα. Οι ναζί ήταν λίγοι, αλλά κατάφεραν να τους χωρίσουν: από δω οι εβραίοι. Μπροστά σε όσα ακολούθησαν, με τον κόσμο στοιβαγμένο στα φορτηγά που όδευαν προς τα κρεματόρια, φαντάζει ασήμαντη η σκηνή αντρών που πηδούν, ντυμένοι με τα καλά σαββατιάτικα ρούχα και τον κόσμο να κοιτάζει. Παρόλα αυτά, μπορούμε να πούμε πως ήταν ένα μαύρο Σάββατο. Γιατί τότε οι άνθρωποι χωρίστηκαν. Και σε κείνη τη ρωγμή γιγαντώθηκε ο ναζισμός.» Σήμερα, 80 χρόνια από την αναχώρηση των τρένων από τη Θεσσαλονίκη για το Άουσβιτς γεμάτα με τους θεσσαλονικείς εβραίους, ακόμα βανδαλίζονται τα εβραϊκά μνημεία σε όλη τη χώρα, και η σαλονικιώτικη πλατεία Ελευθερίας είναι πάρκινγκ αυτοκινήτων αντί για τόπος μνήμης.
Σεφεραδίτικο μικρό πουλί κι αηδόνι
κανείς δε ρώτησε να μάθει το γιατί
Μπαίνω στο εβραϊκό μουσείο της Θεσσαλονίκης, μέτρα ασφαλείας στην είσοδο, οι υπάλληλοι θορυβημένοι, ακούω κουβέντες χωρίς να βλέπω τα πρόσωπα τους, έμαθα πως κινούνται τανκς στην Αίγυπτο, λέει μια κοπέλα. Φοβούνται. Είναι 2023 και φοβούνται. Βλέπω την έκθεση φωτογραφίας “ghost cemetery”, οι πέτρες του εβραϊκού νεκροταφείου παντού στην πόλη, σκορπισμένες σε σκάλες, σπίτια, ακόμα και μες στη θάλασσα, και βέβαια στη χριστιανική εκκλησία του αγίου δημητρίου. Το Πανεπιστήμιο της πόλης είναι χτισμένο στ’ απομεινάρια του νεκροταφείου, πάνω στα κόκαλα των εβραίων.
Διαβάζω στις αφηγήσεις του Ηλία Πετρόπουλου: «Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι γερμανοί επιθυμούσαν να χαλάσουν τα εβραϊκά μνήματα, τα ισραηλιτικά νεκροταφεία της Γερμανίας βρίσκονται πάντα στη θέση τους. Πίσω από τη σχετική διαταγή της γερμανικής Στρατιωτικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης για την καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου είναι μισοκρυμένες οι ελληνικές αρχές. Το ξήλωμα είχε ξεκινήσει λίγα χρόνια νωρίτερα από τους έλληνες που ήδη το 1938 είχαν πιάσει να οικοδομούν τη Γεωπονική Σχολή και το Χημείο πάνω στα κόκαλα των εβραίων […] Όταν πια οι έλληνες είδαν τους τάφους γκρεμισμένους, όρμησαν στο ψητό. Στην αρχή, το πλιάτσικο γινόταν μόλις σκοτείνιαζε. Όταν όμως ο λαουτζίκος έμαθε ότι η «Ιερά» Μητρόπολη και ο Δήμος λαμβάνουν μέρος επισήμως, τότε όλη η πόλη στρώθηκε στη δουλειά. Έβλεπες ολόκληρες οικογένειες να κλέβουν τούβλα και τεμάχια μαρμάρων. Δύναμαι, μέχρι και σήμερα, να βρω και να φωτογραφήσω μαρμάρινες πλάκες μέσα σε μακρινές αυλές της Θεσσαλονίκης. […] Οι έλληνες της Θεσσαλονίκης ανέκαθεν ποθούσαν την πλήρη καταστροφή του εβραϊκού νεκρροταφείου. Δεν προτίθεμαι να συγχωρήσω το λαουτζίκο ή τη Μητρόπολη ή το Δήμο ή το Πανεπιστήμιο για το πλιάτσικο που έκαναν. Περισσότερο γράφω αυτό το κείμενο γιατί θέλω να στηλιτεύσω τους συμπατριώτες μου, που δεν εδίστασαν να τρυπήσουν τους πιο πολλούς τάφους στα Εβραίικα Μνήματα, για να σύρουν έξω τα κρανία των εβραίων. Η επιχείρηση αυτή άρχισε ενώ οι εβραίοι βρίσκονταν ακόμη στη Θεσσαλονίκη, και συνεχίστηκε μέχρι το 1945. Ο στόχος αυτής της πολλαπλής τυμβωρυχίας είναι ευκολονόητος: τραβούσαν τα κρανία έξω από τους τάφους για να τσιμπήσουν τα χρυσά δόντια. […] Τις πιο πολλές φορές δεν έβρισκαν χρυσά δόντια.»
Βγαίνοντας από το μουσείο χαμογελάω στις υπαλλήλους και στον φρουρό, με ανατριχιάζει που ενάμιση αιώνα μετά τον γιατρό Γιοέλ και ογδόντα χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα των εβραίων της πόλης, χρειάζεται φρουρός στην είσοδο ενός μουσείου να ξεκλειδώσει την αμπαρωμένη πόρτα.
Φωνή που βγαίνει από στόμα λυπημένο
και που δε χόρτασε της δόξας το φιλί
πλανιέται τώρα σε παράδεισο χαμένο
κι όλα τα μάταια του κόσμου αναπολεί
Και ο Ηλίας Πετρόπουλος: «καθώς είπα, η Θεσσαλονίκη υπήρξε – για σχεδόν πέντε αιώνες – μια εβραιούπολη, μια εβραιούπολη με οθωμανική πρόσοψη και επίφαση. Η Υψηλή Πύλη κατάφερνε να χειρίζεται με δεξιοτεχνία τα λεπτά ζητήματα που ανέκυπταν ανάμεσα στα διάφορα εθνικά / θρησκευτικά / γλωσσικά γκρουπ της απέραντης οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι έλληνες δεν έδειξαν την ίδια μαεστρία. Αμέσως μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, και ενώ άφησαν στο πόστο του τον τούρκο δήμαρχο της, εστράφησαν κατά των εβραίων. Τα καταπιεστικά μέτρα ακολούθησαν ένα συστηματικό κρεσέντο: γκρέμισμα των γαλλικών και ιταλικών επιγραφών των εβραιϊκών μαγαζιών, κλείσιμο της αγοράς κάθε Κυριακή, πογκρόμ του Κάμπελ – χωρίς να μιλάμε για τη χιτλερική οργάνωση των Τριών Έψιλον. Οι εβραίοι, συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο, άρχισαν να φεύγουν. Ως το 1930 είχαν εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη σχεδόν 50.000 εβραίοι. Οι περισσότεροι κατέφυγαν στη Χάιφα.» Αυτοί που έμειναν αντιμετώπισαν το Ολοκαύτωμα. Το 96% του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης εκτελέστηκε στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς – Μπιρκενάου.
Οι ελάχιστοι που γύρισαν, «αναζητούσαν τις συνοικίες τους που είχαν ισοπεδωθεί, τις συναγωγές τους που είχαν κατεδαφιστεί, το νοσοκομείο που είχε επιταχθεί, το νεκροταφείο που είχε λεηλατηθεί, τους δρόμους που έφεραν τώρα άλλα ονόματα. Τα μαγαζιά και τα σπίτια τους τώρα τα κατείχαν άλλοι, απρόθυμοι να αποχωρήσουν. Δεν ήταν μόνο οι νεκροί που έλειπαν. Ήταν μια ολόκληρη πόλη που δεν βρισκόταν πια στη θέση της», γράφει η Εφη Μαχιμάρη στη μυθιστορηματική βιογραφία της Στέλλας Χασκίλ. Η Στέλλα το πήρε απόφαση, δεν μπορούσε πια να μείνει στη Θεσσαλονίκη, κατέβηκε με την αδερφή της, επιζήσασα του Άουσβιτς, στην Αθήνα. Λίγα χρόνια μετά, θα έβαζε όλη της τη νοσταλγία στο τραγούδι: «Όμορφες σπανιόλες σεβιλιάνες / Μάγισσες πλανεύτρες ατσιγγάνες / Πέρασα κοντά σας τόσα βράδια / Που δεν τα ξεχνώ».
Δεν ξεχνώ. Αυτό μπορώ μόνο.
Πηγές
- Τραγούδι «Ποιος θυμάται τη Στέλλα Χασκίλ» των Νότη Μαυρουδή και Ηλία Κατσούλη, ερμηνεύει η Μαριώ, https://www.youtube.com/watch?v=xzIUiaTWJMY
- Βιβλίο «Ο Ηλίας Πετρόπουλος για τους εβραίους της Θεσσαλονίκης», του Αχιλλέα Φωτάκη, Εκδ. Καπόν
- Βιβλίο «Οι αναμνήσεις του γιατρού Γιοέλ», επιμέλεια και μετάφραση της Ρένας Μόλχο, εκδ. Πατάκη
- Βιβλίο «Ήτανε κισμέτ: Στέλλα Χασκίλ» της Έφης Μαχιμάρη, Εκδ. Ταξιδευτής
- Βιβλίο «Το τεφτέρι» του Βινίτσιο Καποσέλα, μετάφραση Μαρίας Φραγκούλη, εκδ. Καστανιώτη
- Τραγούδι «Σεβιλιάνες» των Γιώργου Λαύκα και Βασίλη Ταμβάκη, ερμηνεύει η Στέλλα Χασκίλ
Όλες οι φωτογραφίες είναι από την έκθεση Ghost Cemetery του Martin Barzilai στο Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Το θέμα της έκθεσης είναι οι κατεστραμμένες ταφόπλακες του εβραϊκού νεκροταφείου που χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικά υλικά σε διάφορα σημεία της πόλης. Στο φυλλάδιο σημειώνεται πως στην εβραϊκή θρησκεία η εκταφή των νεκρών απαγορεύεται και ο τάφος θεωρείται χώρος ιδιαιτέρως ιερός. Σήμερα βρίσκονται πλάκες παντού, ακόμα και μέσα στη θάλασσα.
Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από τη στήλη Στιγμιότυπα στο διαδικτυακό περιοδικό Αυτολεξεί, 28.10.23.
* Το 151 ήταν εβραϊκή συνοικία της Θεσσαλονίκης, που δημιουργήθηκε μετά τη μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης το 1917, με αγορά οικοπέδων από την Εβραϊκή Κοινότητα Θεσσαλονίκης προκειμένου να στεγαστούν οικογένειες πυροπαθών εβραίων. Η ακριβής της θέση αναφέρεται και σε αυτό το όμορφο βίντεο μαθητών: