(της Γεωργίας Κανελλοπούλου)

Τι μπορεί να συνδέει τον ζωγράφο Πολ Γκογκέν με τη διεθνίστρια, φεμινίστρια και αγωνίστρια των εργατικών δικαιωμάτων Φλόρα Τριστάν των αρχών του 19ου αιώνα; Μα, η Φλόρα Τριστάν ήταν η γιαγιά του Γκογκέν!!

Μια γιαγιά που δεν έμοιαζε με τις άλλες, καθώς αφιέρωσε τη ζωή της στην επανάσταση των προλετάριων, και στην απελεύθερωση της γυναίκας – σκλάβας, σκλάβας του πατέρα της, του συζύγου της και του αφεντικού της. Στο βιβλίο της Η Εργατική Ένωση (1843) διατύπωσε πραγματικά ρηξικέλευθες απόψεις για την εποχή της, όπως ότι ο συνδικαλισμός δεν μπορεί να διαχωρίζει τα φύλα, ούτε τις εθνικότητες, συνεπώς οι εργάτες πρέπει να σχηματίσουν μια κοινή διεθνή ένωση: «προχωρώντας στο όνομα της καθολικής ενότητας, δεν πρέπει να κάνουμε καμία διάκριση μεταξύ εθνικοτήτων ή αντρών και γυναικών εργαζόμενων, που ανήκουν σε οποιοδήποτε έθνος της γης». 

Η Φλόρα Τριστάν πέθανε το 1844, στα σαρανταένα της. Η οικογένεια της την είχε αποκηρύξει. Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο γράφει πως δεν μιλούσαν ποτέ γι’ αυτήν, λες και ήταν τρελή, ή φάντασμα, και έλεγαν πως το όνομά της έφερνε γρουσουζιά. Όταν ο Πολ ρωτούσε να μάθει για τη γιαγιά του, του απαντούσαν “πήγαινε να κοιμηθείς, είναι αργά”.

Παρότι ο Γκογκέν (γεννημένος το 1848, τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο της Φλόρα) δεν γνώριζε τίποτα για τη γιαγιά του, είναι πιθανό, λέει ο Μάριο Βάργκας Λιόσα, κάτι να τους ένωνε αυτούς τους δύο, ίσως αυτή η «τρέλα» που είχαν και τους έκανε να ψάξουν κι οι δύο έναν «παράδεισο», μακριά απ’ αυτό που ορίζουν οι θρησκείες και τα κοινωνικά στερεότυπα κάθε εποχής. Ο εγγονός Πολ πίστευε πως θα βρει τον παράδεισό του σε κόσμους όπου ο δυτικός πολιτισμός δεν είχε φτάσει ακόμα, ενώ η γιαγιά Φλόρα ήθελε να φτιάξει έναν παράδεισο για τους ανθρώπους, έναν κόσμο δίκαιο κι ελεύθερο.

“Μια γυναίκα που εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία πέφτει πιο χαμηλά κι από μια πόρνη”, της φώναζε η μητέρα της. “Τιμωρείται κι από τον νόμο, είναι αδίκημα, θα πας στη φυλακή σαν εγκληματίας, δεν μπορείς να κάνεις μια τέτοια τρέλα, δεν μπορείς να φύγεις!”. Όμως η Φλόρα Τριστάν έφυγε. Ο Πολ Γκογκέν έφυγε κι αυτός. Τι κατάφερε ο καθένας τους, τι βρήκε, τι έφτιαξε, είναι άλλο θέμα, πιο δύσκολο.  

Ο εγγονός Πολ Γκογκέν είπε, όταν τον ρώτησαν τι έκανε ανάμεσα στα είκοσι και τα τριάντα του: “Ήμουν χρηματιστής, δανειστής, τραπεζίτης. Και, ακόμα κι αν δεν με πιστεύετε, το έκανα καλά. Αν συνέχιζα μ’ αυτά, ίσως ήμουν εκατομμυριούχος. Ένας μέγας που θα κάπνιζε πούρα και θα συντηρούσε δύο τρεις ερωμένες. Ένας σιχαμένος αστός.” Πέθανε το 1903 στις Νήσους Μαρκέζας στον Ειρηνικό ωκεανό και κάποιος παπάς της καθολικής ιεραποστολής έβαλε τέσσερις ιθαγενείς αχθοφόρους να χώσουν το πτώμα του σε ένα κιβώτιο από απλάνιστες σανίδες, να το μεταφέρουν όσο οι κάτοικοι της Ατουόνα κοιμόντουσαν ακόμα, και να το θάψουν επί τροχάδην στο καθολικό κοιμητήριο. Ο επίσκοπος έστειλε στους ανωτέρους του μια επιστολή στην οποία έλεγε μεταξύ άλλων: “Το μοναδικό αξιοσημείωτο που συνέβη τελευταία σε αυτό το νησί ήταν ο θάνατος ενός ατόμου ονόματι Πολ Γκογκέν, ενός καλλιτέχνη που έχαιρε εκτίμησης αλλά ήταν εχθρός του θεού και όλων όσα είναι ευπρεπή πάνω σε αυτή τη γη.”

Η γιαγιά Φλόρα Τριστάν έζησε δύσκολη ζωή, αλλά ελεύθερη, ερωτεύτηκε ελεύθερη, άντρες και γυναίκες, μεταμφιεζόταν σε άντρα είτε για να μπει στο βρετανικό κοινοβούλιο, όπου απαγορεύονταν οι γυναίκες, είτε για να μπει στα μπουρδέλα να δει και να καταγράψει τις συνθήκες ζωής και δουλειάς των γυναικών, έμπαινε στα σπίτια, τις καντίνες, τα εργοστάσια για να παρακινήσει εργάτες και γυναίκες να βγουν από την τρομακτική εξθλίωση που τους εξευτέλιζε. “Έχουν μιλήσει πολύ για τους εργάτες, σε κοινοβούλια, άμβωνες, συνελεύσεις, όμως κανείς δεν μίλησε μαζί τους, Εγώ θα το κάνω”, είπε και το έκανε. Η Φλόρα Τριστάν πέθανε στη Γαλλία και το φέρετρό της το πλήρωσαν οι εργάτες του Μπορντό, οι εργάτες τη μετέφεραν στους ώμους μέχρι το νεκροταφείο. Γράφει ο Λιόσα πως “τις κορδέλες της κάσας τις κρατούσαν ένας ξυλουργός, ένας λιθοξόος, ένας σιδεράς και ένας κλειδαράς.”

Σημείωση

Γράφει ο Μάριο Βάργκας Λιόσα: “Λίγο πριν πεθάνει η Φλόρα Τριστάν κατάφερε να εκδώσει το βιβλίο της “Η Εργατική Ένωση”. Καθώς περίμενε σε ένα μικρό τυπογραφείο του Σηκουάνα ττις πρώτες εκτυπώσεις, ένας νεαρός με μακριά γένια και φρικτά γαλλικά, άρχισε να φωνάζει πως το τυπογραφείο καθυστερούσε την εκτύπωση του περιοδικού του για να ευνοήσει “τις λογοτεχνικές επιδειξιομανίες αυτής της κυρίας”. Η Φλόρα φυσικά σηκώθηκε να τον αντιμετωπίσει: “Πώς είπατε; Μάθετε κύριε πως το βιβλίο μου λέγεται “Εργατική Ένωση” και μπορεί να αλλάξει την ιστορία της ανθρωπότητας. Πηγαίνετε ν’ ανοίξετε κανένα λεξικό και με την ευκαιρία κόψτε αυτά τα γένια του σκαντζόχοιρου που έχετε.” Ο ευέξαπτος ξένος έφυγε θυμωμένος. Τον έλεγαν Καρλ Μαρξ.”

Πηγές

  1. Ο παράδεισος στην άλλη γωνία, Μάριο Βάργκας Λιόσα, μτφρ. Κ. Αθανασίου, εκδ. Καστανιώτη
  2. Τα πρόσωπα και οι μάσκες, Εντουάρντο Γκαλεάνο, μτφρ. Ι. Κασσή, εκδ. Πάπυρος

Οι πίνακες είναι του Πολ Γκογκέν από την Ταιτή όπου πέρασε όλη τη ζωή του σχεδόν, μετά το 1891. O κεντρικός πίνακας του άρθρου έχει τίτλο «Από πού ερχόμαστε; Τι είμαστε; Πού πάμε;».