(της Γεωργίας Κανελλοπούλου)
Ερώτηση (Ερ). Αγαπητέ κύριε Καλβίνο, συζητούσα τις προάλλες σε μια παρέα και τέθηκαν για άλλη μια φορά κάποια ζητήματα, μμ, ας τα πούμε αρχαιολατρικά, οι άνθρωποι στη χώρα μου υποφέρουν λιγάκι απ’ αυτό, νομίζουν πως έχουν γεννηθεί και ζήσει στην αρχαία Αθήνα του Περικλή ή στη Μακεδονία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, νομίζουν πως μιλάνε την ίδια γλώσσα που μιλούσαν οι αρχαίοι χωρίς καν να λαμβάνουν υπόψιν ότι η γλώσσα δεν ήταν μία σε όλους τους τόπους που σήμερα ανήκουν στη χώρα, πιστεύουν διάφορα παράξενα, κάποιοι μπορεί και να σκοτώσουν γι’ αυτά τα πράγματα, αλλά τέλος πάντων σχεδόν όλοι στενοχωριούνται πολύ με όλα αυτά…
Απάντηση (Απ). Καλά θα κάνετε τότε να (μην) τους πείτε ότι διαφορετικές πόλεις διαδέχονται η μία την άλλη στον ίδιο χώρο και με το ίδιο όνομα, ότι συχνά γεννιούνται και πεθαίνουν χωρίς να γνωρίσει η μία την άλλη, χωρίς να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Μερικές φορές μάλιστα παραμένουν ίδια τα ονόματα των κατοίκων, η προφορά των λέξεων, ακόμα και οι γραμμές των προσώπων τους, αλλά οι θεοί που κατοικούν πίσω από τα ονόματα και πάνω από τους τόπους έχουν φύγει χωρίς να πουν τίποτα…
Ερ. Όμως είναι δυνατόν μια πόλη να είναι τόσο σπουδαία, τόσο σημαντική όσο η αρχαία Αθήνα για παράδειγμα ή η Βαβυλώνα ή η αρχαία Ρώμη, που να μην φύγουν ποτέ οι θεοί, που να μην μπορεί να ξεχαστεί η πόλη στους αιώνες των αιώνων, κι αυτό δίνει στην πόλη ένα πλεονέκτημα και στους πολύ στενούς φίλους της μια αίσθηση ανωτερότητας ίσως… Εσείς, που έχετε ταξιδέψει σε τόσες πόλεις, έχετε δει καμία τέτοια πόλη που δεν μπορεί κανείς να την ξεχάσει;
Απ. Πέρα από τους έξι ποταμούς και τις τρεις οροσειρές ορθώνεται η Ζόρα, πόλη που όποιος είδε έστω και μια φορά δεν μπορεί πλέον να ξεχάσει. Όχι όμως επειδή αφήνει, όπως άλλες πόλεις, αναμνήσεις που ξεφεύγουν από το συνηθισμένο. Η Ζόρα έχει την ιδιότητα να μένει ίδια σημείο προς σημείο, στην ακολουθία των δρόμων, στα σπίτια κατά μήκος των δρόμων, στις πόρτες και στα παράθυρα των σπιτιών. Το μυστικό της είναι ότι οι μορφές ακολουθούν η μια την άλλη σαν μια μουσική παρτιτούρα στην οποία κανείς δεν μπορεί να αλλάξει ή να μετατοπίσει μια νότα. Ο άνθρωπος που ξέρει απέξω πώς είναι η Ζόρα θυμάται τη σειρά με την οποία διαδέχονται το ένα το άλλο το ρολόι, η τέντα του κουρέα, το σιντριβάνι, το κιόσκι των καρπουζιών, το άγαλμα του λιονταριού, το καφενείο στη γωνία. Η πόλη αυτή που δεν διαγράφεται από τη μνήμη είναι σαν μια πανοπλία. Ανάμεσα σε κάθε σημείο ή έννοια της ορίζεται μια σχέση. Και οι πιο σοφοί άνθρωποι του κόσμου είναι εκείνοι που γνωρίζουν από μνήμης τη Ζόρα…
Όμως εγώ μάταια βάλθηκα να ταξιδεύω για να την επισκεφτώ: αναγκασμένη να παραμένει αναλλοίωτη και ίδια με τον εαυτό της για να τη θυμούνται, η Ζόρα μαράζωσε, διαλύθηκε και εξαφανίστηκε. Η Γη την ξέχασε.
Ερ. Μας λέτε με τόσο ωραίο τρόπο πως ό,τι παραμένει στάσιμο είναι καταδικασμένο να μαραζώσει, και αυτό περιλαμβάνει και την ίδια την πόλη, και βεβαίως έχουμε ιστορικά παραδείγματα πόλεων, πολιτισμών, ανθρώπων, που μαράζωσαν και χάθηκαν… Μήπως όμως αυτό συμβαίνει και όταν η πόλη απλώς δεν ζει, γίνεται μια πόλη που οι κάτοικοι της πάνε κι έρχονται και δεν ανασαίνουν, δεν λοξοδρομούν, δεν υποκύπτουν στους πειρασμούς της; Μήπως η πόλη χάνεται τότε;
Απ. Κάπως σαν την Πενθεσίλεια… Αν ρωτήσεις τους ανθρώπους που συναντάς “Προς τα πού είναι η Πενθεσίλεια;” κάνουν ένα νεύμα που δεν ξέρεις αν σημαίνει “Εδώ” ή “Παραπέρα” ή “Κάπου εδώ γύρω” ή ακόμα “Από την αντίθετη πλευρά”. “Η πόλη;” επιμένεις να ρωτάς. “Εδώ ερχόμαστε κάθε πρωί για να δουλέψουμε” σου απαντούν μερικοί, ενώ κάποιοι άλλοι “Εδώ επιστρέφουμε για να κοιμηθούμε”. “Ναι, αλλά η πόλη, το μέρος δηλαδή εκείνο που έχει ζωή;” ρωτάς. “Πρέπει να είναι από εκεί” σου λένε.” Έτσι συνεχίζεις, περνώντας από το ένα προάστιο στο άλλο, κι έρχεται η ώρα να φύγεις από την Πενθεσίλεια και η ερώτηση που τώρα αρχίζει να στριφογυρίζει στο κεφάλι σου είναι πιο αγχώδης: έξω από την Πενθεσίλεια υπάρχει ένα έξω; Ή μήπως, όσο κι αν απομακρύνεσαι από την πόλη, το μόνο που τελικά κάνεις είναι να περνάς από τη μια αβέβαιη κατάσταση στην άλλη και να μην καταφέρνεις ποτέ να ξεφύγεις;
Ερ. “Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους / Δεν έχει πλοίο για σε δεν έχει οδό / Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ, / σ’ όλη τη γη τη ρήμαξες…” Μου θυμίσατε αυτούς τους στίχους του Καβάφη… (Χαμόγελο αγάπης). Μας εγκλωβίζουν οι πόλεις κύριε Καλβίνο; Ή μήπως εμείς τις χτίζουμε έτσι ώστε να μας εγκλωβίσουν, φοβούμενοι το καινούργιο, φοβούμενοι τελικά να αναλάβουμε την ευθύνη της ελευθερίας;
Απ. Στην Ερσιλία, για να οριοθετήσουν τις σχέσεις που στηρίζουν τη ζωή της πόλης, οι κάτοικοι τραβάνε κλωστές ανάμεσα στις γωνίες των σπιτιών, άσπρες ή μαύρες ή γκρίζες ή ασπρόμαυρες, ανάλογα αν δηλώνουν σχέσεις συγγένειας, συναλλαγής, εξουσίας, εκπροσώπησης. Όταν οι κλωστές γίνουν πολλές και δεν μπορεί κανείς να περάσει ανάμεσα τους, οι κάτοικοι φεύγουν: τα σπίτια ξεμοντάρονται, μένουν μονάχα οι κλωστές και τα στηρίγματα των κλωστών. Από τη ράχη ενός βουνού, οι πρόσφυγες της Ερσιλίας κοιτάζουν το πλέγμα των τεντωμένων κλωστών που ορθώνεται στην πεδιάδα. Το πλέγμα αυτό είναι ακόμα η πόλη της Ερσιλίας κι αυτοί ένα τίποτα. Ξαναχτίζουν την Ερσιλία αλλού. Υφαίνουν με τις κλωστές μια παρόμοια μορφή, πιο σύνθετη και ταυτόχρονα πιο κανονική. Ύστερα την εγκαταλείπουν και μεταφέρουν τους εαυτούς τους ακόμα πιο μακριά. Έτσι, σαν ταξιδέψεις στη χώρα της Ερσιλίας, θα συναντήσεις τα ερείπια των εγκαταλειμμένων πόλεων, χωρίς τα φθαρμένα τους τείχη, χωρίς τα οστά των νεκρών που ο άνεμος τσουλάει μακριά: μόνο αραχνοϊστούς από μπλεγμένες σχέσεις που ψάχνουν να βρουν σχήμα…
Ερ. Οι άνθρωποι δηλαδή χτίζουν τις πόλεις τους με βάση το σχήμα που ψάχνουν να δώσουν στις ζωές τους, με αυτό που νομίζουν πως επιθυμούν ή με αυτό που φοβούνται;
Απ. Στις πόλεις είναι όπως στα όνειρα: ό,τι είναι δυνατό να φανταστεί κανείς μπορεί και να το ονειρευτεί αλλά και το πιο αναπάντεχο όνειρο είναι ένας γρίφος που κρύβει μια επιθυμία, ή το αντίστροφο της, μια φοβία. Οι πόλεις, όπως τα όνειρα, είναι χτισμένες με επιθυμίες και φοβίες, παρότι το νήμα που τις συνδέει είναι μυστικό, οι κανόνες τους παράλογοι, οι προοπτικές παραπειστικές, και κάθε πράγμα κρύβει ένα άλλο πράγμα.
Ερ. Αν κάθε πράγμα κρύβει ένα άλλο πράγμα, τότε είναι δυνατόν μια πόλη να κρύβει άλλη πόλη, σαν μια μπάμπουσκα όπου όμως η μικρότερη κούκλα δεν θα είναι ολόιδια με τη μεγαλύτερή της και με την ακόμα μικρότερη! Έχετε ταξιδέψει σε τέτοιες πόλεις που να είναι μπάμπουσκες εικόνων, συναισθημάτων, ίσως και απαντήσεων;
Απ. Στη Ράισα, πόλη θλιμμένη, κάθε στιγμή υπάρχει ένα παιδί που από ένα παράθυρο γελάει σε ένα σκυλί που πήδηξε σ’ ένα υπόστεγο για να δαγκώσει ένα κομμάτι μπομπότας που έφυγε από τα χέρια ενός κτίστη ο οποίος ψηλά από το ικρίωμα φώναξε “Καρδούλα μου άσε με να βουτήξω στο πιάτο σου” σε μια νεαρή ταβερνιάρισσα που κρατάει ένα πιάτο με κρέας ραγκού κάτω από την πέργκολα, χαρούμενη γιατί πρόκειται να το σερβίρει στον ομπρελά που γιορτάζει το κλείσιμο μιας καλής δουλειάς, ένα παρασόλι από τη λευκή δανδέλα που αγοράστηκε από μια κυρία της καλής κοινωνίας για να καμαρώνει σαν παγόνι στις ιπποδρομίες, ερωτευμένη με έναν αξιωματικό που της χαμογέλασε ενώ πηδούσε τον τελευταίο φράχτη, ευτυχής ο ίδιος αλλά ακόμα πιο ευτυχισμένο το άλογό του το οποίο σχεδόν πετούσε πάνω από τα εμπόδια βλέποντας να πετά στον ουρανό μια πετροπέρδικα, ευτυχισμένο πουλί άρτι απελευθερωμένο από το κλουβί ενός ζωγράφου, ευτυχισμένου που κατάφερε να το ζωγραφίσει φτερό το φτερό με κηλίδες κόκκινες και κίτρινες στη μινιατούρα εκείνης της σελίδας του βιβλίου στο οποίο ο φιλόσοφος λέει:
“Και στη Ράισα, πόλη θλιμμένη, υπάρχει ένα αόρατο νήμα που, για μια στιγμή, δένει ένα ζωντανό πλάσμα με ένα άλλο και έπειτα κόβεται, ύστερα επανασυνδέει κάποια κινούμενα σημεία σχεδιάζοντας γρήγορες φιγούρες ώστε, σε κάθε στιγμή, η δυστυχισμένη πόλη να περιλαμβάνει μια ευτυχισμένη πόλη που η ίδια ούτε καν υποψιάζεται ότι υπάρχει“.
Ερ. Είναι όμως δυνατό και το αντίθετο, η ευτυχισμένη πόλη να περιλαμβάνει μια δυστυχισμένη πόλη που δεν υποψιάζεται καν ότι υπάρχει… πράγμα που μου φαίνεται απίστευτα τρομακτικό, ίσως γιατί τη νιώθω καμιά φορά την πίεση της ευτυχισμένης πόλης. Εσάς ποια πόλη σας έχει τρομάξει περισσότερο απ’ όλες;
Απ. Μάλλον η Βερενίκη, η πόλη των δικαίων. Λάβε υπόψη σου ότι στο σπέρμα της πόλης των δικαίων κρύβεται ένας κακός σπόρος. Η βεβαιότητα και η περηφάνεια των κατοίκων της ότι βρίσκονται με το μέρος του δικαίου – και μάλιστα περισσότερο από τόσους άλλους που αυτοανακηρύσσονται περισσότερο δίκαιοι από τους δίκαιους – γεννούν μνησικακίες, αντιπαλότητες, πείσματα, και ο φυσικός πόθος μιας ρεβάνς κατά των αδίκων χρωματίζεται από τη μανία να βρεθούν στη θέση τους και να κάνουν τα ίδια πράγματα με αυτούς. Μια άλλη, άδικη πόλη οριοθετεί επομένως το χώρο της. Εκείνο για το οποίο θα ήθελα να σας προειδοποιήσω είναι ότι όλες οι μέλλουσες Βερενίκες είναι ήδη παρούσες αυτή τη στιγμή, τυλιγμένες η μία μέσα στην άλλη, στριμωγμένες, ζουλισμένες, αδιαχώριστες…
Ερ. Δεν μου αρέσει αυτή η ζουλισμένη πόλη των δικαίων (γέλια), ίσως γιατί την γνωρίζω, θα γυρίσω πάλι στη Ραίσα που είναι η αγαπημένη μου: εκεί έχουμε μέσα στη θλίψη ευτυχία, μέσα στην κόλαση έναν, έστω μικρό, παράδεισο, μέσα στην ασχήμια μια ομορφιά, συνολικά μια αισιόδοξη κατάσταση! Δεν συμφωνείτε με τις δυσοίωνες προβλέψεις για ένα μέλλον που προσομοιάζει στην εικόνα μας για την κόλαση; Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης σας ρωτούσε, τι θα του προτείνατε να κάνει για να βρει την ευτυχισμένη πόλη μέσα στη θλιμμένη Ραίσα, στην Ερσιλύα, την Πενθεσίλεια, τη Ζόρα;
Απ. Κοιτάξτε. Αν υπάρχει μια κόλαση, είναι αυτή που υπάρχει εδώ, αυτή που καθημερινά διαμορφώνουμε. Δύο τρόποι υπάρχουν για να την υποφέρουμε. Ο πρώτος είναι για πολλούς εύκολος: να αποδεχθούν την κόλαση και να γίνουν τμήμα της μέχρι να καταλήξουν να μην τη βλέπουν πια. Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος και απαιτεί συνεχή προσοχή και διάθεση για μάθηση: να προσπαθήσουμε και να μάθουμε να αναγνωρίζουμε ποιος και τι, μέσα στην κόλαση, δεν είναι κόλαση, και να του δώσουμε διάρκεια, να του δώσουμε χώρο.
Προελευταία Ερ. Ποια είναι η ιδανική πόλη, το ιδανικό μέρος για σας;
Απ. Το ιδανικό μέρος για μένα είναι εκείνο όπου είναι πολύ φυσιολογικό να ζεις σαν ξένος.
Τελευταία Ερ. Είμαι σίγουρη πως περιμένατε να κλείσουμε τη συνέντευξη ρωτώντας σας για τη δική σας ιδανική πόλη, όπως κι εγώ, αυτό περίμενα κι εγώ όταν έκανα την προηγούμενη ερώτηση (γέλια) αλλά μετά την υπέροχη απάντησή σας, θα προσθέσω κάτι: ποια είναι εκείνα τα ψήγματα ευτυχίας ή ομορφιάς με τα οποία θα μπορούσατε να φτιάξετε ο ίδιος την ιδανική σας πόλη; Και τελικά, τη θέλετε την ιδανική πόλη, ή θα είναι βαρετή, ίσως και επικίνδυνα βαρετή;
Απ. Είναι φορές που μου είναι αρκετά κάποια φώτα που ξεχωρίζουν μέσα στην ομίχλη, ή ο διάλογος δυο περαστικών που συναντιούνται στο πηγαινέλα του δρόμου, για να σκεφτώ ότι ξεκινώντας απ’ αυτά τα στοιχεία θα φτιάξω κομμάτι κομμάτι την τέλεια πόλη, μια πόλη φτιαγμένη από στιγμές χωρισμένες από διαλείμματα, από σινιάλα που κάποιος στέλνει χωρίς να ξέρει ποιος θα τα συλλέξει… Όμως τελικά κάθε πόλη είναι η ίδια πόλη κάτω από ένα άλλο πρίσμα. Είναι η χαρά μας ή η λύπη μας όπως την βλέπουμε στο χώρο, τα συναισθήματά μας που γιγαντώνονται καταλαμβάνοντας τις τρεις διαστάσεις.
Η διάθεσή μας αλλάζει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα. Κι έτσι, τις ίδιες παραστάσεις μπορεί να τις βλέπουμε με άλλο τρόπο ή ακόμα να ανακαλύπτουμε νέες που ποτέ ως τώρα δεν είχαμε δει. Ο κόσμος μας δεν είναι ποτέ βαρετός…
—————————————————
[Η συνέντευξη είναι βεβαίως φανταστική. Όλες οι απαντήσεις, χωρίς καμία αλλαγή ή προσθήκη δική μου, προέρχονται από το βιβλίο Οι Αόρατες Πόλεις του Ίταλο Καλβίνο. Οι ερωτήσεις είναι αυτές που θα του έκανα αν συναντιόμαστε ποτέ, τροποποιημένες έτσι ώστε να ταιριάξουν με τις “απαντήσεις”.]
Πηγές
- Οι αόρατες πόλεις, Ίταλο Καλβίνο, Μτφρ. Χρ. Ανταίος, Εκδ. Καστανιώτη
- Οι εικόνες είναι όλες από το βιβλίο Η Πόλη, του Φρανς Μαζερέελ, Εκδ. Άγρα
- Η τελευταία εικόνα είναι επίσης χαρακτικό του Φρανς Μαζερέελ, με τίτλο Μονμάρτη 1923. Ήθελα το κείμενο να τελειώσει με χρώμα και την έψαξα στο διαδίκτυο.
Δείτε / ακούστε