(της Γεωργίας Κανελλοπούλου)

 

Ερ. Αγαπητέ κύριε Σεπούλβεδα, αγαπημένε μας Λουίς, αυτή είναι η πιο δύσκολη συνέντευξη που έχω κάνει.

Απ. Μ’ εμένα; (γέλια)

Ερ. Ναι, ναι. Όχι μόνο γιατί είναι τόσο αγαπησιάρικη, αλλά και γιατί δεν ξέρω τι να πρωτορωτήσω, η ζωή σου είναι η ίδια ένα πολύπλοκο μυθιστόρημα, από υπεύθυνος ασφάλειας στην κυβέρνηση Αλιέντε μέχρι δάσκαλος των αγροτών Ιμπαμπούρα των Άνδεων, και από σκηνοθέτης μέχρι μέλος πληρώματος της Greenpeace… χωρίς να σκεφτώ καν τα βιβλία που έχεις γράψει, ούτε τις χώρες και τα μέρη που έχεις ζήσει!  Λοιπόν, θα πάω κόντρα στις δυσκολίες που έχεις δημιουργήσει, (γέλια) πες μου τι δεν θα μπορούσες να κάνεις, σαν επάγγελμα ας πούμε, ποιο επάγγελμα δεν θα έκανες ποτέ;

Απ. Εεε, μάλλον ξέρω, θα σου πω και θα καταλάβεις. Όταν ήμουνα φυλακισμένος στο στρατόπεδο Τουκαπέλ στη Χιλή, ένα μέρος που θεωρούνταν σαν ένα διαρκές συνέδριο των σαδιστών όλου του κόσμου, ένας από τους βασανιστές μας, με το όνομα Μαργαρίτο, με πήρε από τη σειρά που περίμενα με μια κουκούλα στο κεφάλι να μπω στην υποτιθέμενη ανάκριση, μου ‘δωσε ένα κουτάκι κόκα κόλα κι ένα τετράδιο και μου είπε «θέλω να διαβάσεις την ποίησή μου και να μου πεις τη γνώμη σου με κάθε ειλικρίνεια.» Εγώ τα διάβασα, και κατάλαβα πως ήταν όλα κλεμμένα από τον ποιητή Αμάδο Νέρβο. Δεν ήξερα τι να κάνω, είχα σχεδόν αποφασίσει να πω ψέματα «τι ωραία ποίηση υπολοχαγέ μου», και μια μέρα πράγματι ο Μαργαρίτο με πήγε στο γραφείο όπου με περίμενε (ίσως, είπε) ένα φλιτζάνι κακάο κι ένα πουράκι, και με ρώτησε «Διάβασες την ποίησή μου;». Δεν έλεγε ποιήματα, έλεγε ποίηση… Ένας τύπος κάργα στα πιστόλια και τις χειροβομβίδες δεν μπορεί να λέει τη λέξη «ποίηση», σωστά; Μου προκάλεσε ναυτία, και σκέφτηκα πως αφού μπορώ να κατουράω αίμα, αφού μπορώ να μιλάω ακόμα, αφού από τα ηλεκτροσόκ φορτίζω μπαταρία μόνο να την ακουμπήσω λίγο, ε, δεν θα κωλώσω σ’ έναν καραβανά λογοκλόπο. «Έχετε ωραίο γραφικό χαρακτήρα υπολοχαγέ», είπα, «ξέρετε όμως πως οι στίχοι αυτοί δεν είναι δικοί σας». «Τρεις βδομάδες στον κύβο, αναρχικό σκουλήκι, αφού περάσεις από τον πεντικιουρίστα». Δεν θα σου πω τώρα τι ήταν ο κύβος κι ο πεντικιουρίστας, ίσως κάτι να φαντάζεσαι, αλλά τότε ορκίστηκα πάνω από μια φορά πως δεν θα γίνω ποτέ κριτικός λογοτεχνίας! (γέλια)

Ερ. Έχεις υποστεί τα χειρότερα βασανιστήρια, έχεις ζήσει όλα αυτά τα φρικτά πράγματα, και όμως καταφέρνεις και γελάς, και γράφεις όμορφα πράγματα, όπως για το γάτο που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει ή για τον γέρο που έγραφε ιστορίες αγάπης, και χαίρεσαι τη ζωή… Αυτό το έχεις καταφέρει επειδή ήξερες πάντα πως η ζωή είναι μία και τη ζούμε όσο πιο γελαστά μπορούμε, ακόμα και στις πιο άθλιες συνθήκες – είναι και μια απάντηση σε ό,τι μας καταπιέζει αυτό , λέω εγώ -, ή μετά από τόσα χρόνια συγχώρεσες;

Απ. Ούτε ξεχνώ ούτε συγχωρώ. Ποτέ! Προσπάθησαν στη Χιλή να επιβάλλουν τη σιωπή, κατάφεραν να επιβάλλουν την ατιμωρησία, και αυτό ήταν ένας ακόμα σαρκασμός απέναντι στα θύματα. Είπαν δηλαδή με φωνή αφέντη σε μια βασανισμένη γυναίκα, αφού έπεσε η δικτατορία: αν απλώς σε βίασαν, αν σου έβαλαν ηλεκτρόδια, αν σου έχωσαν ποντίκια στο αιδοίο, αν σε κράτησαν έξι μήνες σε μια τρύπα της Βίλα Γκριμάλντι, ξέχασε, συγχώρεσε, συμφιλιώσου, μη διαταράσσεις την κοινωνική γαλήνη και την οικονομική σταθερότητα…. Λοιπόν, καμαρώνω για το ότι ούτε ξεχνώ ούτε συγχωρώ. Έχω δεχτεί πολλές ικανοποιήσεις στη ζωή μου, αλλά καμία δεν συγκρίνεται με τη χαρά του ν’ ανοίγεις ένα μπουκάλι κρασί μόλις μαθαίνεις ότι κάποιος απ’ αυτούς τους εγκληματίες σκοτώθηκε. Σηκώνω τότε το ποτήρι μου και λέω «Ένα κάθαρμα λιγότερο!».

Ερ. Παρατήρησα ότι έκανες αναφορά σε μια γυναίκα που βασανίζεται στη Βίλα Γκριμάλντι, είναι οπωσδήποτε μια αναφορά σου στην ποιήτρια Κάρμεν Γιάνες, την οποία βασάνισαν σε απίστευτο βαθμό επί μήνες και την πέταξαν σε μια χωματερή, μάλλον νομίζοντάς την πεθαμένη… Ήταν η συντρόφισσά σου και τότε και πολλά χρόνια αργότερα πάλι, έχετε ένα παιδί μαζί, και το 1997 ξανασμίξατε, για πάντα αυτή τη φορά. Τι είναι η αγάπη τελικά;

Απ. Η αγάπη… Ένα βράδυ, όταν ταξιδεύαμε με τον Ντανιέλ Μορντζίνσκι στην Παταγονία, καθίσαμε σ’ ένα πάρκο και κοιτάζαμε τα χιλιάδες άστρα του παταγόνικου ουρανού. Όλως παραδόξως, εκείνη τη νύχτα ο αέρας φυσούσε απαλά, σχεδόν τρυφερά, κι εμείς, περνώντας ο ένας στον άλλον το μπουκάλι κρασί που είχαμε αγοράσει, ανακαλύψαμε πως μηρυκάζαμε τις ίδιες ιδέες. Αυτό δεν είναι αγάπη;

Ερ. Στο δικό μου σύμπαν, αυτό είναι αγάπη Λουίς… Σαν να είμαι εκεί μαζί σας ένιωσα… Έτσι ένιωσα κι όταν διάβασα αυτό το βιβλίο σας με τον Μορντζίνσκι, Τα Τελευταία Νέα από τον Νότο, πες μου κάτι για την Παταγονία, τι είναι τελικά η Παταγονία; Γιατί σίγουρα δεν είναι απλώς μια περιοχή, δεν είναι απλώς μια γη.

Απ. Η Παταγονία είναι μεταξύ ουρανού και γης… Έχει αυτόν τον ομοιόμορφο κάμπο, που σου επιτρέπει να δεις με κάθε λεπτομέρεια οτιδήποτε, όσο μακριά κι αν είναι, κι όλα αποκτούν έναν απίστευτα καινοφανή χαρακτήρα. Εμείς κάποια στιγμή είμασταν σε ένα αυτοκίνητο με κασετόφωνο, τραγουδούσαμε δυνατά μια κασέτα του Χόρχε Καφρούνε, φυσούσε πάρα πολύ, και κοιτάζαμε τον έρημο δρόμο χωρίς να συναντήσουμε για τριάντα χιλιόμετρα ούτε αυτοκίνητο, ούτε άνθρωπο, ούτε ζώο. Ώσπου είδαμε κάτι στον ορίζοντα, θολό μέσα στη σκόνη. Ήταν ένας άντρας που βάδιζε στην ίδια κατεύθυνση μ’ εμάς. Ο Ντανιέλ κατέβασε το τζάμι και τον ρώτησε «Για πού το ’βαλες, πατριώτη;». «Μπροστά, όπως σχεδόν όλος ο κόσμος» απάντησε και ξανάρχισε το περπάτημα. Σε λίγο τον ξαναφτάσαμε. «Ψάχνεις κάτι;» Σταμάτησε και μας περιεργάστηκε πριν απαντήσει: «Ψάχνω ένα βιολί». Τι πιο λογικό από το να ψάχνεις ένα βιολί στη μέση της στέπας;  Αφήσαμε το αυτοκίνητο και περπατήσαμε μαζί του. Λίγο αργότερα βρήκε ένα ξύλο, μια τραβέρσα σιδηροτροχιάς… Έκανε σαν παιδί, μακάριζε την τύχη του, «το βρήκαμε παιδιά!» έλεγε. Μας εξήγησε πως δεν ήταν τόσο τυχαίο που βρήκε το ξύλο για το βιολί του, γιατί ήταν γνωστό πως οι άγγλοι άποικοι για την κατασκευή της σιδηρογραμμής για το παλιό παταγονικό εξπρές, όχι μόνο είχαν ισοπεδώσει τα καλύτερα δάση, αλλά είχαν φέρει και ξύλα από τις Ινδίες – εξαίσια ξύλα, αρχοντικά, φτιαγμένα για τη μουσική. Ε, αυτά όλα που σου είπα είναι η Παταγονία. Να βρίσκεις ένα βιολί στη μέση της στέπας…

Ερ. … από το ξύλο που άφησαν οι άποικοι που έφτιαχναν το εξπρές, και το ‘χαν φέρει από την Ινδία!! (ο Λουίς χαμογελάει με κάποια νοσταλγία) Είναι γνωστή η αγάπη σου για τη φύση, και η συνεισφορά σου σαν ακτιβιστής της Greenpeace, θα έλεγα πως αφιέρωσες τη ζωή σου τις τελευταίες δεκαετίες σ’ αυτό… Έχω μια αίσθηση πως η Παταγονία έχει παίξει το ρόλο της σε αυτή τη στροφή που έκανες, όταν από τον πολιτικό αγώνα πέρασες στην κοινωνική οικολογία και στην υπεράσπιση των αυτόχθονων λαών… Έχω διαβάσει λοιπόν πως η Παταγονία είναι μια από τις έντεκα αχαρτογράφητες περιοχές του πλανήτη, με τη διαφορά ότι εδώ είναι αχαρτογράφητα και η στεριά και ο βυθός της θάλασσας. Και μου φαίνεται, μέσα από τις δικές σου ιστορίες κυρίως, πως εδώ όλα συνδέονται, η ιστορία, οι αυτόχθονες, η φύση, η ελευθερία, είναι ένας τόπος χωρίς θεό κι αφέντη!

Απ. Σκέψου πως εδώ, σε αυτούς τους αιώνιους πάγους, μόλις έναν αιώνα πριν, μαζεύονταν οι Τσόνο, οι Αλακαλούφε, οι Όνα, για να ψαρέψουν καμιά φάλαινα που είχε εξοκείλει, να κάνουν τράμπα δέρματα, να κυνηγήσουν θαλάσσιους ελέφαντες, και οι θεοί της θάλασσας να πάρουν τα μυαλά αγοριών και κοριτσιών. Ένας άγγλος που πέρασε τότε απ’ αυτά τα μέρη, τα είδε όλα και δεν κατάλαβε τίποτα, γι’ αυτό έγραψε για “θλιβερές ερημιές όπου ο θάνατος μοιάζει να είναι ο απόλυτος κυρίαρχος πιο πολύ από τη ζωή “. Τον έλεγαν Κάρολο Δαρβίνο. (γέλια)

Εκεί γνώρισα φοβερούς ανθρώπους, ελεύθερους ανθρώπους, κι εκεί σε ένα ταξίδι, μέσα στο φιόρδ Ελέφαντες, ήρθα σε πραγματική επαφή με τα δελφίνια. Ξέρεις, τα δελφίνια μπαινοβγαίνουν στα φιόρδ και κρύβονται μόνο από τους εχθρούς τους..

Ερ. Πώς καταλαβαίνουν τους εχθρούς; Εμάς μας παίρνει μια ζωή και πάλι μπορεί να μην τους καταλάβουμε!

Απ. Τα δελφίνια είναι πιο ευαίσθητα και πιο έξυπνα από τους ανθρώπους. Και είναι το μοναδικό είδος ζώου που δεν δέχεται ιεραρχίες. Είναι οι αναρχικοί της θάλασσας. Ναι, αγωνίστηκα για τα δελφίνια και τις φάλαινες, αγωνίστηκα για τους αυτόχθονες, τις γλώσσες τους, τη γη τους, τα δικαιώματα τους, όχι μόνο στη Χιλή αλλά παντού, κυρίως στον Αμαζόνιο… Δεν φαντάζεσαι τι είναι και τι έχει υποστεί ο Αμαζόνιος!!

Ερ. Δεν μπορώ να φανταστώ ποιος θα μας πει καλύτερα τι είναι και τι έχει υποστεί ο Αμαζόνιος.

Απ. Τι να σου πρωτοπώ… Θα σου πω για το Μανού. Το Μανού είχε μείνει κρυμμένο από το βλέμμα των κονκισταδόρες, και οι λίγοι που κυνήγησαν την τύχη τους στις ζούγκλες του, ή χάθηκαν για πάντα, θύματα των αμυντικών μηχανισμών της φύσης, ή βγήκαν από κει αποθαρυμμένοι. Για πολλούς αιώνες το Μανού έμεινε ξεχασμένο, ώσπου το 1896 η Ευρώπη και οι ΗΠΑ συνειδητοποίησαν πως δεν μπορεί να υπάρξει ευημερία και πλούτος χωρίς την παρουσία του καουτσούκ. Κι έτσι, την ίδια χρονιά, ο βάναυσος και αδίστακτος τυχοδιώκτης Φιτσκαράλντο πάτησε με τις μπότες του τις ζούγκλες του Μανού. Ταξίδευε έχοντας πάντα μαζί του ένα γραμμόφωνο, οι ιθαγενείς μαιτσιουένγκα, κογκαπαπόρι και σουάρ τον αποκαλούσαν «αυτός που φέρνει τις φωνές των θεών» και τον υποδέχτηκαν με αγάπη και πραγματική γενναιοδωρία. Η απάντησή του ήταν να τους κάνει δούλους για να του μαζεύουν τις χιλιάδες σταγόνες που έσταζαν κάθε μέρα από τις ανοιχτές πληγές των καουτσουκόδεντρων. Το αίμα των κατοίκων της Αμαζονίας πάντως έρρεε άφθονο, οι πιο μετριοπαθείς υπολογισμοί μιλάνε για τριάντα χιλιάδες νεκρούς ιθαγενείς σ’ ένα χρόνο. Ξέρεις, ο Φιτσκαράλντο πέθανε χωρίς να μάθει ποτέ πως από τα εννέα χιλιάδες είδη πουλιών που ζουν στον πλανήτη, τα χίλια είναι συγκεντρωμένα στο Μανού. Και στη γηραιά και σοφή Ευρώπη είχαν μετρηθεί στις αρχές του εικοστού αιώνα τρεις χιλιάδες είδη πουλιών, όμως είναι ζήτημα αν έχουν μείνει τώρα πεντακόσια. Δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερο επιχείρημα για ν’ απαγορευτεί αυτό το έθιμο του να πυροβολείς κάθε σαββατοκύριακο ό,τι πετάει από πάνω σου… 

Προτελευταία Ερ. Είναι γνωστό ότι τη νύχτα της 11ης Σεπτεμβρίου 1973 ήσουνα με το όπλο στο χέρι μέσα στη “La Moneda”, το προεδρικό μέγαρο, και υπερασπιζόσουνα τον Σαλβαδόρ Αλιέντε και τη δημοκρατία. Πώς εσύ, ένας άνθρωπος των γραμμάτων, ένας συγγραφέας, βρέθηκες στη φρουρά του Σαλβαδόρ Αλιέντε, με το όπλο στο χέρι;

Απ. “Έρχονται στιγμές που εμείς οι ονειροπόλοι πρέπει να μετατραπούμε σε στρατιώτες”. Αυτό ξέρεις, το είπε έτσι ακριβώς ένας σπουδαίος ρωσοεβραίος ποιητής, ο Αβράαμ Σιτσκέβερ, που το 1943 προτίμησε να πολεμάει με την αντίσταση, αυτός, ένας εβραίος που αντιμετώπιζε τόσους κινδύνους, από το να πάει ασφαλής στη Μόσχα όπως του πρότειναν… Έστειλαν ελικόπτερο να τον πάρει, δεν πήγε. Σώθηκε και το 47 μπήκε σ’ ένα πλοίο και πήγε στην Παλαιστίνη, «εκεί που κάθε πέτρα είναι πρόγονός μου», είπε. Δεν τον έχω δει ποτέ, αλλά οι στίχοι του και το παράδειγμά αυτού του ονειροπόλου στρατιώτη είναι για μένα ψωμί και κρασί. Έρχονται στιγμές λοιπόν που εμείς οι ονειροπόλοι πρέπει να μετατραπούμε σε στρατιώτες.

Τελευταία Ερ. Συνεχίζεις να ονειρεύεσαι; (χαμογελάει). Τα όνειρα σου είναι τα ίδια ή έχουν αλλάξει;

Απ. Όταν συναντιόμαστε παλιοί φίλοι, πολλές φορές αγκαλιαζόμαστε και κλαίμε, κλαίμε για όλες και όλους που είναι θαμμένοι σε μέρη που μόνο οι δολοφόνοι τους γνωρίζουν, ή που πετάχτηκαν, ζωντανοί και δεμένοι, στη θάλασσα…. Αυτοί ήταν οι εν ονείρω αδερφοί μας κάποτε.. Μετά όμως, πίνουμε ένα ποτήρι κρασί και ανακαλύπτουμε ότι τα όνειρά μας παραμένουν τα ίδια – ισχυρά, ασεβή, αδάμαστα, αμείλικτα, αναγκαία. Συνεχίζω, λοιπόν, να είμαι ονειρευτής. Τις ιστορίες μου τις γράφει ένας άνθρωπος που ονειρεύεται έναν καλύτερο κόσμο, πιο δίκαιο, πιο καθαρό και γενναιόδωρο. Τις ιστορίες μου τις γράφει ένας χιλιανός που ονειρεύεται ότι κάποτε θα καθόμαστε γύρω από το ίδιο τραπέζι χωρίς να ντρεπόμαστε που οι δολοφόνοι όσων μας λείπουν δεν θα τιμωρηθούν όπως τους αξίζει.

———————————————————————–

Η συνέντευξη είναι βεβαίως φανταστική. Όλες οι “απαντήσεις” είναι ακριβείς αντιγραφές από βιβλία του Λουίς Σεπούλβεδα, ίσως προσαρμοσμένες συντακτικά για να ταιριάξουν με τις δικές μου ερωτήσεις. Οι φωτογραφίες είναι του φίλου του Λουίς, Ντανιέλ Μορτζίνσκι, από το κοινό τους βιβλίο Τελευταία νέα από τον Νότο, που το έφτιαξαν ταξιδεύοντας οι δυό τους στην Παταγονία – ο ένας έγραφε κι ο άλλος φωτογράφιζε, και ενώ ο αρχικός σχεδιασμός ήταν να κάνουν τρεισήμισι χιλιάδες χιλιόμετρα, με το που ξεκίνησαν, όσα είδαν, άκουσαν, έφαγαν και ήπιαν τους έπεισαν ότι το πολύ εκατό χιλόμετρα θα κατάφερναν -. Η συνέντευξη δημοσιεύεται στις 16.04, ημερομηνία του άδικου θανάτου του Λουίς Σεπούλβεδα από τον άθλιο κορωνοιό, το 2020. 

Αντί πηγών, προτείνονται τα ακόλουθα βιβλία του Λουίς Σεπούλβεδα, όλα σε μτφρ. Αχ. Κυριακίδη, εκδ. Opera: Patagonia Express, Όνομα ταυρομάχου, Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης, Χρονικά του περιθωρίου, Η τρέλα του Πινοσέτ, Σημειώσεις εν καιρώ πολέμου, Η σκιά του εαυτού μας, Ιστορίες από δω κι απο κει , Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου Killer, Το τέλος της ιστορίας, Η ιστορία ενός γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει, Τελευταία νέα από τον Νότο. Και άλλα.