(της Γεωργίας Κανελλοπούλου)

Ερ.: Ξέρεις, Ντάμιελ, εμείς στη γη δεν έχουμε πολύ καλή γνώμη για το θάνατο, ο Ευγένιος Ιονέσκο μάλιστα αναρωτιόταν ποιος μας κάνει αυτό το κακόγουστο αστείο, κι εσύ, ένας αθάνατος που μάλιστα μπορούσε να πετάει, να βλέπει και ν’ ακούει τα πάντα, να επιλέγει την ομορφιά, επίλεξες να έρθεις στη γη, αποποιούμενος την αθανασία σου…

Ντάμιελ: Αχ, πόσες φορές βαριόμουν την πνευματική μου ύπαρξη… Αντί να αιωρούμαι για πάντα εκεί πάνω, ήθελα να νιώσω ένα βάρος να με δένει στη Γη. Ήθελα, σε κάθε βήμα, σε κάθε ριπή του ανέμου, να μπορώ να λέω «τώρα»… και όχι πια «για πάντα» και «για την αιωνιότητα». Να κάθομαι σε ένα μέρος σε ένα τραπέζι και να με χαιρετάνε, έστω και με ένα νεύμα. Κάθε φορά που συμμετείχαμε κάπου, ήταν προσποίηση. Πιάναμε ένα ψάρι – προσποίηση. Πίναμε και τρώγαμε – προσποίηση. Όχι, δεν μου χρειαζόταν να γεννήσω δικό μου παιδί ή να φυτέψω ένα δέντρο, αλλά ήθελα να γυρίσω σπίτι μετά από μια κουραστική μέρα για να ταΐσω τη γάτα μου, όπως ο Φίλιπ Μάρλοου, να μαυρίσουν τα δάχτυλα μου από την εφημερίδα, να ενθουσιαστώ με ένα γεύμα… ήθελα να νιώσω τα οστά μου να κινούνται, καθώς περπατάω. Ήθελα να μαντέψω τι λένε οι άλλοι, αντί να ξέρω τα πάντα. Να μπορώ να λέω «α» και «ω» και «γειά» αντί για «αμήν»

Ερ.: Αγαπημένε μας Άγγελε, έστω πρώην Άγγελε (γέλια), αγαπημένε Ντάμιελ, τι σχεδίασες για την πρώτη σας μέρα στη γη ως θνητός;

Ντάμιελ: Πρώτα, ένα μπάνιο. Μετά ξύρισμα από έναν Τούρκο κουρέα και μασάζ μέχρι τα δάχτυλα. Μετά εφημερίδα, διάβασμα από πρωτοσέλιδο μέχρι ωροσκόπιο… Αργότερα, θα πάω σ’ ένα κατάμεστο μπαρ, και ο μπάρμαν θα πρέπει να μου βρει τραπέζι. Θα σταματήσει ένα αυτοκίνητο υπηρεσίας για να με παραλάβει ο δήμαρχος. Θέλω να είμαι γνωστός σε όλους και ύποπτος σε κανέναν. Θέλω να μην πω όλη μέρα ούτε μια λέξη αλλά να καταλαβαίνω κάθε γλώσσα. Αυτή θα ήθελα να είναι η πρώτη μου μέρα…

Ερ.: Τώρα είσαι θνητός και δεν θέλω να σου στερώ χρόνο, οπότε θα σε αφήσω να ζήσεις τη γήινη ζωή σου με μια τελευταία ερώτηση: το βρήκες αυτό που ήθελες;

Ντάμιελ. Κοιτάς κάτω από το τραπέζι παρακαλώ; (Κοιτάζω κάτω από το τραπέζι, και μετά κοιτάζω τον Ντάμιελ ερωτηματικά, κι εκείνος μου λέει:) Επιτέλους ένιωσα πώς είναι να βγάζεις τα παπούτσια σου κάτω από το τραπέζι και να λυγίζεις τα δάχτυλα των ποδιών σου, έτσι, ξυπόλητος

(Χαμογελάμε. Εκείνος πιο πλατιά από μένα.)

 ——————————————————

Διάβασα κάπου πως στο τελευταίο φεστιβάλ των Κανών ο Βιμ Βέντερς είπε πως ο Μπρούνο Γκανζ ήταν απελπισμένος στα γυρίσματα της ταινίας Φτερά του Έρωτα, “δεν μπορώ να πλάσω αυτόν το χαρακτήρα, δεν έχει βιογραφικό, δεν έχει λυπημένη παιδική ηλικία…”, έλεγε. Μα όταν ο Βέντερς του είπε “Μπορείς να το κάνεις, πρέπει μόνο ν’ αγαπάς τους ανθρώπους”, ο Μπρούνο Γκανζ είπε “Ναι, αυτό μπορώ να το κάνω” κι έγινε ο άγγελος. Η δική μας συζήτηση είναι φυσικά φανταστική, οι “απαντήσεις” του Ντάμιελ όμως είναι όλες πραγματικές, μέσα από την ταινία. Εδώ, να πώς άρχισαν όλα: