(της Γεωργίας Κανελλοπούλου)

To 1909 στην περιοχή που σήμερα είναι το βόρειο Ισραήλ ιδρύθηκε η πρώτη από τις αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες, σοσιαλιστικού προσανατολισμού, με το όνομα «κιμπούτς», που στα εβραικά σημαίνει «ομάδα», από τη λέξη kvutza. Τα κιμπούτς ήταν γεωργικοί οικισμοί, αφού οι άνθρωποι έπρεπε να κάνουν τη γη να ζήσει για να ζήσουν κι οι ίδιοι, αλλά, όσο αναπτύσσονταν, αποκτούσαν τα σχολεία τους, παιδικούς σταθμούς, εστιατόρια, πλυντήρια, βιοτεχνίες, υπηρεσίες δηλαδή απαραίτητες για την καλή ζωή, στις οποίες απασχολούνταν οι κάτοικοι του κιμπούτς. Όλοι μοιράζονταν, αναλόγως των αναγκών τους, τα έσοδα του κιμπούτς, και όλοι μαγείρευαν και μοιράζονταν το φαγητό στις περίφημες τραπεζαρίες των κιμπούτς, τα σπίτια δεν είχαν ιδιωτικές κουζίνες!

«Δεν ήταν κρατικός σοσιαλισμός», γράφει ο David Leach, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βικτώριας στον Καναδά, εθελοντής σε κιμπούτς κι ο ίδιος κάποτε. «Ήταν σαν μια ριζοσπαστική δημοκρατία στην οποία όλοι, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών, είχαν ψήφο για όλα από την πρώτη στιγμή. Συχνά τα κιμπούτς περιγράφονται ως η πιο αγνή μορφή κομμουνισμού στον δυτικό κόσμο». Παρά τις δυσκολίες, η ρομαντική εικόνα του κιμπούτς, ενισχυμένη από τον ήλιο και την άμμο, ήταν αληθινή, και προσέλκυσε ταξιδιώτες από όλο τον κόσμο που έγιναν εθελοντές εκεί, και, γυρνώντας στις χώρες τους, διέδωσαν πως εκεί κάτω υπάρχουν κάποιοι περίεργοι κοινοτιστές, αναρχικοί, μαρξιστές, σοσιαλιστές, ονειροπόλοι Marlboro men (and women εδώ), που χτίζουν από το μηδέν μια ουτοπική χώρα, λέει ο Λιτς, 

Οι ιδρυτές των κιμπούτς ήταν σαφώς επηρεασμένοι από τον Προυντόν, τον Τολστόι, τον Κροπότκιν, αλλά και από το εργατικό σιωνιστικό κίνημα. Οι αρχές οργάνωσης και λειτουργίας των κοινοτήτων που έφτιαξαν ήταν κοινοτισμός, εθελοντισμός, ισότητα, άμεση συμμετοχική δημοκρατία, ισότητα των φύλων. Το εισόδημα του κιμπούτς πήγαινε σε έναν κοινό «κουμπαρά», από τον οποίο, αφού πληρώνονταν όλα τα έξοδα, δινόταν ένα ποσό σε κάθε οικογένεια, ανάλογα με τον αριθμό των μελών της, ανεξάρτητα από τη δουλειά ή τη θέση του καθενός. Αλλά αυτά τα γράφουν οι ιστορικοί. Εμείς θα δούμε από κοντά μερικά κιμπούτς:

A. Άμος Οζ και κιμπούτς

Το κιμπούτς Ικάτ είναι επινοημένο από τον Άμος Οζ, τον συγγραφέα που στα δεκαπέντε του έφυγε από το σπίτι και πήγε να ζήσει σε κιμπούτς, όπου παρέμεινε για τριάντα χρόνια. Εκεί, μέσα από τη συμβίωση και τον κοινοτισμό, μελετούσε την ανθρώπινη φύση, «μάθαινε τα μυστικά του ανθρώπινου είδους», όπως ανέφερε σε κάποια συνέντευξη του. Στο βιβλίο του Μεταξύ Φίλων κατέγραψε μερικά από αυτά τα μυστικά, οχτώ ιστορίες στο λογοτεχνικό κιμπούτς Ικάτ. Οι ιστορίες αυτές δείχνουν πολλά, σε όποιον θέλει φυσικά να τα δει. Στο απόσπασμα που ακολουθεί συζητάει η Λούνα, δασκάλα στο Ικάτ, με τον Τσβι, κηπουρό, σε ένα από τα πρώτα τους ραντεβού:

«Ο Τσβι της μιλούσε για τις διάφορες ποικιλίες τριαντάφυλλων κι αυτή ρουφούσε τα λόγια του. Της περιέγραψε λεπτομερώς τις τρομερές ζημιές που προκλήθηκαν από μια επιδρομή ακρίδων στο Σουδάν (!). – Είσαι πολύ ευαίσθητος άνθρωπος, είπε η Λούνα. – Μα, σαν να μην έφτανε η ξηρασία που μαστίζει αυτή τη χώρα… – Γιατί θέλεις να σηκώνεις τη δυστυχία όλου του κόσμου στους ώμους σου; – Να κλείνεις τα μάτια σου μπροστά στη σκληρότητα, είναι όχι μόνο ανοησία αλλά και αμαρτία. Δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά πράγματα, αλλά μπορούμε να μιλάμε, είπε ο Τσβι. […] Ήπιαν καφέ κι έφαγαν μπισκότα συζητώντας για τα καλλωπιστικά φυτά, τα προβλήματα πειθαρχίας στο σχολείο, τα αποδημητικά πουλιά. Ο Τσβι ανοιγόκλεισε τα μάτια. – Στη Χιροσίμα, διάβασα στην εφημερίδα, μια δεκαετία μετά τη βόμβα δεν υπάρχουν ακόμα πουλιά, της είπε.».

Οι χαρακτήρες του κιμπούτς Ικάτ παλεύουν με τον εαυτό τους, με τη ζωή, με τους γείτονες, προσπαθούν για το κοινό καλό, προσπαθούν να βρουν τα όρια μεταξύ του συλλογικού και του ατομικού, είναι ο κηπουρός που ασχολείται όλο με τα κακά νέα των άλλων, είναι η μητέρα που συναντάει αντιδράσεις από τους υπόλοιπους επειδή θέλει να φύγει ο γιος της για να σπουδάσει, είναι η κοπέλα που αφήνει τον άντρα της να ζήσει με την ερωμένη του… Όλο το βιβλίο όμως, όλο το Ικάτ στην τελική, αποπνέει μια γαλήνη, μια ηρεμία, που δεν ξέρω αν είναι η ηρεμία που κατακτούσε ο συγγραφέας βρίσκοντας τα μυστικά του ανθρώπινου είδους στο δικό του κιμπούτς, ή είναι απλά η ηρεμία της ασφάλειας, η ίδια εκείνη που καμιά φορά γίνεται ασφυκτική.

Β. Αραβικός πληθυσμός και κιμπούτς

Όταν ο Khaled πέθανε, το 2014, στα εβδομήντα του, η ευρύτερη οικογένεια και οι φίλοι του περίμενε πως θα τον θάψουν με τον παραδοσιακό μουσουλμανικό τρόπο στο χωριό που γεννήθηκε. Αλλά τα παιδιά του αποφάσισαν να ταφεί δίπλα στη μητέρα τους, που είχε γεννηθεί σ’ ένα κιμπούτς στα βόρεια. «Αυτό ήθελε», είπε ο γιος του. «Έλεγε πως όλη του η ζωή διαμορφώθηκε σε αυτό το κιμπούτς». Ναι, υπήρξε η εποχή που στα κιμπούτς ζούσαν και άραβες. Δεν ήταν ο κανόνας, όμως υπήρξαν. Οι εβραίοι υπερασπιστές της αυτοοργάνωσης καλούσαν τους άραβες να κάνουν το ίδιο, να οργανώσουν τα δικά τους κιμπούτς, δεν γνωρίζω όμως καμία περίπτωση αραβικού κιμπούτς ούτε απολύτως μικτού κιμπούτς, μόνο προσέλευση μεμονωμένων αράβων στα εβραικά κιμπούτς, όπου πάντως φαίνεται πως γίνονταν δεκτοί με ισοτιμία.

Τη δεκαετία 1951-1961, εμφανίστηκε το πιο ισχυρό αμφίδρομο κίνημα εισόδου αράβων στα εβραϊκά κιμπούτς. Ο Μαχμούντ Ρασίντ Γιουνές έκανε τότε αίτηση να σπουδάσει, να εργαστεί, να ζήσει στο κιμπούτς Sha’ar Ha’amakim, νοτιοανατολικά της Χάιφα. Έγινε δεκτός, κι εξελίχθηκε σε πρωτοπόρο εκείνου του κινήματος που λεγόταν Arab Pioneer Youth. Το 1952 σε μια ενθουσιώδη επιστολή του έγραψε πως θα επιστρέψει στο χωριό του «για να φωνάξει ότι υπάρχει ένα διαφορετικό Ισραήλ, ένα δημοκρατικό Ισραήλ, ένα Ισραήλ της ειρήνης που θέλει να συνδεθεί με τους άραβες στον αγώνα για την ανεξαρτησία και των δύο λαών». Περνώντας τα χρόνια, αυτή η αισιόδοξη αδελφοσύνη άφηνε όλο και περισσότερο χώρο στην καχυποψία μεταξύ των δύο πλευρών, σημάδι πως οι κυρίαρχες πολιτικές νικούσαν. Στη φωτογραφία με τις ισραηλινές και τις σοσιαλιστικές σημαίες είναι πάντως άραβες στην τρίτη συνέλευση «Shomria» στη Χάιφα, το 1956.

To 1953, ιδρύθηκε το κιμπούτς Mezzer, κοντά στα σύνορα με τη βόρεια Δυτική όχθη. Οι ιδρυτές του ήταν κυρίως μετανάστες από την Αργεντινή. Ο κ. Schupak, μέλος του κιμπούτς, αναφέρει ότι τις πρώτες μέρες βασίζονταν στους άραβες γείτονες τους στο χωριό Maisir για την επιβίωσή τους. “Ήταν σαν κάθε νέος οικισμός, υπήρχαν μόνο σκηνές και μύγες. Χωρίς κτίρια, χωρίς υπηρεσίες”, λέει. “Όταν φτάσαμε, οι άραβες μας άφησαν να χρησιμοποιήσουμε την αντλία τους στο πηγάδι για να πάρουμε νερό. Χωρίς αυτό δεν θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε. Από την άλλη, είχαμε μια νοσοκόμα ανάμεσά μας, οπότε τους βοηθούσαμε στην υγειονομική περίθαλψη. Η συνεργασία και η φιλία μας μεγάλωνε.” Αυτά το 1953. Το 2002, σε αυτό το κιμπούτς έγιναν οι εν ψυχρώ δολοφονίες της Revital Ohayon και των δύο μικρών γιων της στα κρεβάτια τους από έναν νεαρό ένοπλο άραβα. Την ευθύνη της επίθεσης ανέλαβε η οργάνωση Ταξιαρχίες Μαρτύρων al-Aqsa, μια ομάδα συνδεόμενη τότε με τη Φατάχ. Παρ’ όλα αυτά, το κιμπούτς Mezzer παραμένει ως τις μέρες μας ένα προπύργιο ακτιβισμού για την ειρήνη.

Γ. Οι φωτογραφίες

Ο Micha Bar-Am έφυγε από το Βερολίνο με την οικογένεια του τη δεκαετία του 1930 και εγκαταστάθηκαν στη Χάιφα, διασωθέντες του Ολοκαυτώματος. Μετά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας ο νεαρός Micha έγινε συνιδρυτής ενός κιμπούτς στη Γαλιλαία, έφυγε από κει πολύ αργότερα, επειδή ήθελε να φωτογραφίσει τον κόσμο όλο. Ο συγγραφέας Yael Neeman προλογίζοντας το λεύκωμα του Micha Bar-Am “Κιμπούτς” γράφει: “Όταν κοιτάζω τις φωτογραφίες του Bar-Am, βλέπω πάντα το τέλος που κρύβεται μέσα τους. Παρόλο που έφυγε από το κιμπούτς τη δεκαετία του 60, πριν ακόμα γεννηθώ εγώ, βλέπω στις φωτογραφίες ακόμα και τη δική μου αναχώρηση! Το φως στις φωτογραφίες των κιμπούτς του προέρχεται από μια άλλη πηγή, αυτή της ανάμνησης. Ένα ντεζά βυ του τέλους”…

Τα κιμπούτς άλλαξαν.

Είναι βέβαιο πως, καθώς τα κιμπούτς προϋπήρξαν του κράτους του Ισραήλ, επηρέασαν πολύ την ανάπτυξή του, αφήνοντας ένα ισχυρό στίγμα στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας, στον πολιτισμό της, στις αξίες της.  Από τα μέσα της δεκαετίες του ’70 τα κιμπούτς άρχισαν να αλλάζουν: λίγο οι συντηρητικές κυβερνήσεις, λίγο η οικονομική κρίση, οι διαρκείς επιθέσεις και συρράξεις με τους άραβες, ο κόσμος όλος γύρω που άλλαζε… Οδηγήθηκαν σε οικονομικό μαρασμό, κάποια από αυτά έριξαν βάρος στη βιομηχανία, ιδιωτικοποίησαν υπηρεσίες που δίνονταν μέχρι τότε δωρεάν.

Σήμερα υπάρχουν περίπου 250 κιμπούτς στη χώρα, όπου ζουν περίπου 125.000 άνθρωποι, το 3% του πληθυσμού, με πολλούς μετανάστες από άλλες χώρες ανάμεσά τους. Είκοσι απ’ αυτά είναι θρησκευτικές κοινότητες, ενώ τα υπόλοιπα είναι κοσμικά, έχουν όμως σε μεγάλο βαθμό αλλάξει τον σοσιαλιστικό τους προσανατολισμό, καθώς έχουν ιδιωτικοποιήσει τα μέσα παραγωγής και τον τρόπο διανομής των εσόδων. Ένα ιδιωτικοποιημένο κιμπούτς εξακολουθεί να είναι μια κοινότητα όπου οι άνθρωποι ζουν μαζί και μοιράζονται πράγματα, αλλά οι διάφοροι κλάδοι εργασίας είτε έχουν δοθεί σε ιδιωτικές εταιρείες είτε έχουν μετατραπεί σε συνεταιρισμούς όπου ο καθένας πια παίρνει το μισθό του ή βγάζει τα κέρδη του. Παρ’ όλα αυτά, στα περισσότερα κάτι από το πνεύμα του κοινοτισμού παραμένει ζωντανό, ενώ διάβασα για 70 κιμπούτς που ακόμη κυνηγούν την ουτοπία ενός αυτοοργανωμένου μη κρατικού σοσιαλισμού. Δεν ξέρω λεπτομέρειες γι’ αυτό, ξέρω όμως πως η Ιστορία δεν τελειώνει έτσι εύκολα, προχωράει, στρίβει, πάει μπρος, πάει πίσω. Αρκεί να θυμάται. Αρκεί να μαθαίνει.

Δεν ήταν ένα πράγμα τα κιμπούτς, φτιάχτηκαν και εξελίχτηκαν με τις αντιφάσεις των ανθρώπων τους και εντός των δυσκολιών των καιρών τους κάθε φορά. Όμως προσπάθησαν κάτι διαφορετικό, οι αξίες τους για τη φύση, το χρήμα, την εργασία, την ισοτιμία, τον κολεκτιβισμό, τα φύλα, άφησαν παρακαταθήκη.

Ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε εντός τους ή από τους ανθρώπους τους έχει μια αύρα, μια ανθρωπιά. Να, η ποιήτρια Ντάλια Ραβίκοβιτς, που μεγάλωσε στο Kibbutz Geva, λέει στα ποιήματά της ιστορίες για τους κήπους της Εδέμ, και κάπου μιλάει για εκείνη την αντιμοναρχική παραβολή του Ιωθάμ, εκεί που το λιγότερο άξιο δέντρο κυβερνάει όλα τ’ άλλα και τα καίει. “Ένα πορτοκάλι αγάπησε / τον άνθρωπο που το έφαγε / τον άνθρωπο που το ξεγέλασε”, λέει κάπου. Τα πορτοκάλια στα κιμπούτς δεν ήθελαν να τα κυβερνάει κανένας. 

Πηγές

  1. Μεταξύ φίλων, Άμος Οζ, Μτφρ. Μάγκυ Κοέν, εκδ. Καστανιώτη
  2. https://www.theguardian.com/world/2010/aug/13/kibbutz-100-years-old-uncertain-future
  3. https://www.theguardian.com/world/2002/nov/16/israel
  4. https://www.jewishagency.org/what-exactly-is-a-kibbutz/
  5. https://kibbutzulpan.org/about_kibbutz/
  6. https://www.huffingtonpost.gr/entry/ti-einai-ta-kimpoets-kai-yiati-eyinan-stochos-tes-chamas_gr
  7. https://www.michabaram.com/
  8. Ταινία 1341 Frames of Love and War, ντοκιμαντέρ του ισραηλινού σκηνοθέτη Ran Tal για τον Micha Bar Am
  9. Chasing Utopia: The Future of the Kibbutz in a Divided Israel, David Leach

Φωτογραφίες

Όλες οι φωτογραφίες είναι του Micha Bar-Am, από το άλμπουμ του «Κιμπούτς», εκτός από αυτήν των αράβων στη συνέλευση. Η κεντρική φωτογραφία είναι στο Kibbutz Gesher HaZiv, 1955, και οι επόμενες με τη σειρά:

  • Kibbutz Tel Katzir, 1973.
  • Kibbutz Ayelet Hashahar, 1957. Εστιατόριο.
  • Mount Tabor,1981
  • A party in the Kibbutz Degania Beth
  • Kibbutz Ramat Yohanan, 1958. Μία παράσταση για τον Όμηρο
  • Painter Binyamin Buchbinder. Kibbutz Bror Hayil. 1968
  • (άραβες στην τρίτη συνέλευση «Shomria» στη Χάιφα, 1956: φωτογραφία από το διαδίκτυο, άγνωστου φωτογράφου)
  • Κibbutz Gesher Hazziv, Ρουμάνοι μετανάστες
  • Kibbutz Re’im, 1958. Παρατηρητήριο.
  • Kibbutz Kfar Giladi.1966, Στο δρόμο για τους σταύλους
  • Kibbutz Kfar Giladi, 1966. Στο δρόμο για το πλυντήριο.
  • Trekking, Negev Desert, 1956

 

Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από το πολιτικό διαδικτυακό περιοδικό Αυτολεξεί, όπου δημοσιεύτηκε,