(της Γεωργίας Κανελλοπούλου)
[Τους έλεγαν Σλουρφ. Δεν ανήκαν σε κάποια συνεκτική ομάδα, δεν διαμόρφωσαν κανένα κόμμα. Τους καταδίωξαν επειδή άκουγαν και χόρευαν σουίνγκ.]
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά αυτή τη φορά. Οι Ναζί μισούσαν την τζαζ, κάθε μορφή της τζαζ. Οι μαύρες ρίζες της, η εβραϊκότητα που της απέδιδαν λόγω των σπουδαίων εβραίων μουσικών όπως ο Μπένι Γκούντμαν, η απελευθέρωση των νέων που τη χόρευαν και συνεπαγόταν ελευθερία και στο ντύσιμο και στη συμπεριφορά αντίθετα με το ομοιόμορφο, αυστηρά πειθαρχημένο μοντέλο που ήθελαν να επιβάλλουν οι Ναζί, αυτά ήταν αρκετά ώστε να καταδιωχθούν τα παιδιά του σουίνγκ και η μουσική που τους άρεσε. Θα το πω εδώ, πως το κακό φυτρώνει και ριζώνει όπου βρίσκει χώρο, και μετά δεν ωφελεί να τα ρίχνουμε όλα μόνο στους Διαβολεμένα Κακούς αν δεν κάνουμε και μια κάποια αυτοκριτική. Το 1932, πριν την επικράτηση των Ναζί δηλαδή, οι γερμανοί νομοθέτες επέβαλαν μια πανεθνική απαγόρευση απασχόλησης στους μαύρους μουσικούς. Ο Λουίς Άρμστρονγκ, ο οποίος έκανε περιοδεία στην Ευρώπη εκείνο το διάστημα, αναγκάστηκε να ακυρώσει τη συναυλία του στο Βερολίνο…
Το 1933 εκδιώχθηκαν οι εβραίοι μουσικοί, γεγονός που έβγαλε από τα ρούχα του μέχρι και τον διεθνούς φήμης μαέστρο Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ, ο οποίος όμως εύκολα όμως τα ξαναφόρεσε και συνέχισε να εργάζεται χωρίς προβλήματα με τους Ναζί. Δυστυχώς αυτή ήταν η στάση πολλών καλλιτεχνών, αλλά και μουσικών εκδοτικών οίκων, που δεν θεώρησαν υποχρέωση τους να υπερασπιστούν την ελευθερία της τέχνης, το δικαίωμα στην έκφραση, την αξία των συναδέλφων τους έστω…
Το ναζιστικό καθεστώς πάντως έπαιρνε τα μέτρα του ώστε να μην αφήσει τίποτα όρθιο, απ’ όσα μπορούσαν να κρατήσουν ζωντανή την ελεύθερη σκέψη. Το 1935 απαγορεύτηκε η μετάδοση της τζαζ. Τα επόμενα χρόνια απαγορεύτηκαν οι δίσκοι συγκεκριμένων καλλιτεχνών, μετά ποινικοποιήθηκε η ακρόαση μη γερμανικών ραδιοφωνικών σταθμών. Στα καμπαρέ και τις μουσικές σκηνές οι ορχήστρες έπρεπε να ακολουθούν αυστηρούς κανόνες, όπως να μην ξεπερνά η τζαζ το 20% του ρεπερτορίου. Αντιγράφω από το merlins.gr μερικούς από τους δέκα κανόνες που είχε συντάξει ο ναζί γκαουλάιτερ του Προτεκτοράτου της Βοημίας:
– Απαγορεύεται να σηκώνεται κάποιος όρθιος με προκλητικό τρόπο κατά τη διάρκεια ενός σόλο.
– Απαγορεύεται οι μουσικοί να κάνουν φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς.
– Σ’ αυτό το αποκαλούμενο τζαζ ρεπερτόριο πρέπει να προτιμώνται συνθέσεις σε ματζόρε κλίμακες και με στίχους που εκφράζουν χαρά για τη ζωή, όχι με καταθλιπτικούς, εβραϊκούς στίχους.
– Όσον αφορά το τέμπο, πρέπει να προτιμώνται ζωηρές συνθέσεις, όχι αργές (τα αποκαλούμενα μπλουζ). Ωστόσο, ο ρυθμός δεν πρέπει να ξεπερνάει έναν συγκεκριμένο βαθμό αλέγκρο, όπως αρμόζει στην αίσθηση πειθαρχίας και μέτρου της Άριας φυλής.
– Απαγορεύεται αυστηρά η χρήση οργάνων που είναι ξένα προς το γερμανικό πνεύμα καθώς και όλες οι σουρντίνες που μετατρέπουν τον ευγενή ήχο των χάλκινων πνευστών οργάνων σε εβραιομασονικό ουρλιαχτό.
Έτσι, λίγο λίγο απαγορεύτηκαν ή απλώς σταμάτησαν να προσκαλούνται ή να παίζονται ο Κουρτ Βάιλ, ο Γκέρσουιν, ακόμα κι ο Μαγικός Αυλός του Μότσαρτ απαγορεύτηκε γιατί είχε, λέει, μασονικό νόημα… Ξέρουμε πλέον καλά πως μίας απαγόρευσης μύριες έπονται, κι ας λέμε μεταξύ μας πως δεν είναι έτσι, δεν είναι το ίδιο, εμάς δεν θα μας ξεφύγει η κατάσταση – ένα σωρό δικαιολογίες βρίσκουμε, και ένα πρωί ξυπνάμε και έχει απαγορευτεί ο Μότσαρτ.
Κατακόκκινο πανί ήταν βεβαίως ο Μπένι Γκούντμαν, ο εβραίος μουσικός του σουίνγκ που έφτιαξε την πρώτη μικτή ορχήστρα στις ΗΠΑ την εποχή του φυλετικού διαχωρισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι στη σκηνή της ταινίας Τα Παιδιά του Σουίνγκ όπου οι ναζί σπάνε στο δρόμο ένα δίσκο βινυλίου, αυτός είναι του Μπένι Γκούντμαν. Χαρακτηριζόταν «παρδαλός με εγκληματικά χέρια», ενώ η τζαζ γενικά ήταν «εκφυλισμένη μουσική της ζούγκλας». Όσο για τα παιδιά του σουίνγκ, αυτά, χωρίς να ενδιαφέρονται για την πολιτική, ήταν πολιτικά όντα που δεν άντεχαν τη ναζιστική καταπίεση, ήθελαν να έχουν μακριά μαλλιά τα αγόρια και κραγιόν τα κορίτσια βρε αδερφέ. Τους φαντάζομαι να κοροιδεύουν τους συνομήλικους τους της ναζιστικής νεολαίας με το στρατιωτικό βήμα, το μίσος στο βλέμμα και τον χιτλερικό χαιρετισμό. Βλέπω τους μεν να χορεύουν στις ταράτσες και τους δε να καίνε βιβλία στην Μπέμπελπλατς. Τα παιδιά του σουνίγκ να ερωτεύονται και τους νέους ναζί να καταδίδουν τη γειτόνισσα που δεν ήταν ντυμένη σωστά… Τα παιδιά του σουίνγκ ήθελαν να χορεύουν: «Δεν μπορείς να ακούσεις αυτό και να μη χορέψεις!» λέει ο Πίτερ σε μια σκηνή της ομώνυμης ταινίας. Έχει δίκιο.
Το σουίνγκ γεννήθηκε στην Αμερική. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια ή μουσικός μύθος πως γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1935 στο Palomar Ballroom, όπου το κοινό βαριόταν κάπως, και ο ντράμερ Τζιν Κρούπα ψιθύρισε στον Μπένι Γκούντμαν «Αν είναι να πεθάνουμε Μπένι, ας πεθάνουμε παίζοντας τα δικά μας»… Και η Αμερική άρχισε να χορεύει μ’ έναν νέο ήχο.
Το 1938 στην Έκθεση Εκφυλισμένης Μουσικής που οργάνωσαν οι Ναζί στο Ντίσελντορφ, η αφίσα της έκθεσης έδειχνε έναν μαύρο σαξοφωνίστα με το αστέρι του Δαβίδ στο πέτο του (αφού «οι εβραίοι είχαν μαύρο αίμα»), που παρέπεμπε στην όπερα Jonny spielt auf του νεωτεριστή Ερνστ Κρένεκ, μια όπερα που μιλούσε για έναν βιολιστή της τζαζ.
Το “ρεπερτόριο” της έκθεσης περιλάμβανε, εκτός από τζαζ, την ατονική μουσική και την οπερέτα. Σε όλα τα άτομα που συμπεριλήφθηκαν στην έκθεση απαγορεύτηκε να συνεχίσουν το έργο τους. Η απαγόρευση της δουλειάς τους και η αναπαραγωγή των συνθέσεων τους ήταν το πρώτο βήμα, που οδήγησε σε αρκετές περιπτώσεις σε πραγματική καταδίωξη, απέλαση, μπορεί και στα χειρότερα. Αλλά τα παιδιά του σουίνγκ χόρευαν ακόμα σε ταράτσες και κρυφές αίθουσες. Οι διώξεις τους σοβάρεψαν μετά το 1940.
Στις 26 Ιανουαρίου 1942, ο Χάινριχ Χίμλερ, επικεφαλής των SS, εξέδωσε εντολή «να μεταφερθούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όλοι όσοι ενθαρρύνουν τη νεολαία του σουίνγκ». Ο Χίμλερ πίστευε ότι μόνο η λήψη σκληρών μέτρων θα «αποτρέψει την επικίνδυνη εξάπλωση αυτής της αγγλόφιλης τάσης». Μόνο στο Αμβούργο μεταξύ Οκτωβρίου 1940 και Δεκεμβρίου 1942 συνελήφθησαν 383 παιδιά του σουίνγκ. Πολλά φυλακίστηκαν και υπέστησαν βίαιες ανακρίσεις από την Γκεστάπο. Κατάσχεσαν τους δίσκους τους, τους κούρεψαν, στη Βιέννη ειδικά το κούρεμα γινόταν σε δημόσια θέα. Μερικοί στάλθηκαν στο μέτωπο, ενώ οι εβραίοι και όσοι θεωρήθηκαν «αρχηγοί» στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Άλλοι αποδέχτηκαν τη νέα κατάσταση, άλλοι όχι, όπως πάντα, παντού. Ο διάλογος του Πίτερ με τον γκεσταπίτη που τον συλλαμβάνει στην ταινία είναι χαρακτηριστικός:
Γκεσταπίτης: Τέτοια σπατάλη… Τόσο πάθος, για το τίποτα.
Πίτερ: It don’t mean a thing, if it ain’t got that swing! Do wop do wop do wop…
Φέρνω στο μυαλό μου ένα παιδί να σιγομουρμουρίζει με κίνδυνο ζωής στη μούρη του ναζί το τραγούδι που εμείς σήμερα τραγουδάμε γελώντας, με τον Λουίς Άρμστρονγκ και την Έλα Φιτζέραλντ…
Ο κιθαρίστας Heinz Jakob “Coco” Schumann, γεννηθείς το 1924, έγινε μέλος της τζαζ μπάντας Ghetto Swingers, στο γκέτο του Τερεζίν. Όταν η μπάντα στάλθηκε στο Άουσβιτς, τους ανάγκασαν να παίζουν για τους Ναζί, με όργανα μουσικών Ρομά και Σίντι που είχαν ήδη εκτελεστεί. Επιβίωσαν μόνο ο Κόκο και ο διάσημος πιανίστας Μάρτιν Ρόμαν, που είχε ενταχθεί στην μπάντα. Ο Κόκο έπαιξε με την Έλα Φιτζέραλντ και τη Μάρλεν Ντίτριχ μετά τον πόλεμο, και έφτιαξε το δικό του Κουαρτέτο. Συνήθιζε να διευκρινίζει: «Ήμουν ένας μουσικός που φυλακίστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, όχι ένας φυλακισμένος που έπαιζε μουσική». Η αυτοβιογραφία του The Ghetto Swinger: A Berlin Jazz-Legend Remembers κυκλοφόρησε το 1997 κι έγινε μπεστ σέλερ.
Στο Τερεζίν είχε μεταφερθεί και ο Βίκτορ Ούλμαν, έγραψε μάλιστα τα τελευταία λόγια της περίφημης όπεράς του Ο Αυτοκράτορας της Ατλαντίδας στην πίσω όψη του καταλόγου με τα ονόματα των κρατουμένων, που θα μεταφέρονταν από το γκέτο της Τερεζίν στο Άουσβιτς… Το έργο έχει θέμα έναν τύραννο και οι πρόβες έγιναν εκεί, μέσα στο Τερεζίν. Δύο εβδομάδες πριν την πρώτη γενική πρόβα, ο Ούλμαν μεταφέρθηκε στο Άουσβιτς και εκτελέστηκε. Η ζωή είναι πεισματάρα, κι έτσι οι παρτιτούρες διασώθηκαν και το έργο έκανε πρεμιέρα στο Άμστερνταμ τον Δεκέμβριο του 1975.
Τα παιδιά του σουίνγκ, όσα δεν σκοτώθηκαν στο μέτωπο, στα στρατόπεδα ή στα υπόγεια της Γκεστάπο, έζησαν και μεγάλωσαν σε έναν άλλο κόσμο. Κάποια ίσως να ξέχασαν, κάποια ίσως να άλλαξαν, κάποια θα χόρευαν όλη τους της ζωή, ακόμα και κουνώντας αθόρυβα τα πόδια κάτω από την ασφάλεια που παρέχει ένα τραπεζομάντηλο. Εγώ επιλέγω για επίλογο αυτή την κουβέντα του Άρβιντ στην ταινία Τα Παιδιά του Σουίνγκ: Κανένας που του αρέσει το σουίνγκ δεν μπορεί να γίνει Ναζί.
—————————————
Δείτε:
- Ταινία Τα παιδιά του σουίνγκ, Τόμας Κάρτερ, 1993
- Ταινία Ο Κάιζερ της Ατλαντίδας, Σεμπαστιάν Άλφι, 2022
Ακούστε – Χορέψτε:
Μην ξεχνάτε:
Σήμερα υπάρχουν καθεστώτα όπου η μουσική απαγορεύεται, συνολικά ή κάποια είδη της. Υπάρχουν χώρες όπου δεν υπάρχουν δισκοπωλεία και δεν μπορείς να σφυρίξεις έναν ρυθμό. Για χορό ούτε λόγος. Δεν θέλω να σκεφτώ τι θα πάθει ένας νέος ή μια γυναίκα σε αυτά τα καθεστώτα αν λικνιστούν με λίγο Μπένι Γκούντμαν.
Πηγές
- Οι φωτογραφίες είναι από την ταινία Τα Παιδιά του Σουίνγκ, εκτός από την Αφίσα και τη φωτογραφία της Έκθεσης Εκφυλισμένης Μουσικής και τη Φωτογραφία της μπάντας του Μπένι Γκούντμαν.
- https://www.jmberlin.de/en/obituary-for-coco-schumann
- https://en.wikipedia.org/wiki/Ghetto_Swingers
- https://merlins.gr/blog/nazi
- https://en.wikipedia.org/wiki/Music_in_Nazi_Germany
- https://www-dw-com.translate.goog/en/the-nazis-take-on-degenerate-music/a-16834697?_x_tr_sl=en&_x_tr_tl=el&_x_tr_hl=el&_x_tr_pto=wapp
- https://www.speakloud.world/2020/04/%CE%B5%CE%BA%CF%86%CF%85%CE%BB%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B7-%CE%BC%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%AE/
- https://www.tovima.gr/2008/11/24/culture/oi-apagoreymenoi-toy-tritoy-raix/