(της Γεωργίας Κανελλοπούλου)

Το γράφουν όλοι οι οδηγοί πως κάτω από τη Νάπολη υπάρχει μια άλλη, υπόγεια Νάπολη. Εκτείνεται σχεδόν σε όλη τη σύγχρονη πόλη, είναι ένα ανακάτεμα πολλών εποχών και χρήσεων, και βρίσκεις εκεί απομεινάρια χώρων, από εκκλησίες ως χασάπικα, και από τάφους ως υδραγωγεία. Οι πρώτες χρήσεις των κατακομβών ήταν η ταφική: οι κατώτερες τάξεις δεν είχαν χρήματα να αγοράσουν το χώρο ταφής τους στην επιφάνεια της γης, και αναγκαστικά στρέφονταν στα υπόγεια. Αλλά από χώροι ταξικής ταφής οι κατακόμβες άλλαζαν χρήση όποτε υπήρχε ανάγκη οι άνθρωποι να κρυφτούν.

Στις κατακόμβες της Νάπολης πολλοί άνθρωποι κρύφτηκαν σε διάφορες περιόδους, για να γλιτώσουν είτε από τα ξεσπάσματα του Βεζούβιου είτε (πιο συχνά) από άλλους ανθρώπους.

Βρέθηκα πριν από λίγο καιρό στη Νάπολη και επισκέφτηκα μία κατακόμβη αφιερωμένη σε κάποιον άγιο της πόλης: ένας χαοτικός απίστευτος λαβύρινθος, που εκτείνεται οριζόντια και κατακόρυφα, με συμπλέγματα διαδρόμων και νεκρικών θαλάμων να δημιουργούν ένα πραγματικά ασφυκτικό περιβάλλον. Εκεί άκουσα πολλά πράγματα για τη χριστιανική ιστορία και μυθολογία του μέρους, αυτό όμως που με εντυπωσίασε ήταν ακριβώς οι κρυμμένοι άνθρωποι, για τους οποίους μας μίλησε ο ξεναγός – το αναφέρω γιατί υπάρχει και η άποψη ότι δεν κρύβονταν ποτέ άνθρωποι στις κατακόμβες, δεν το πιστεύω όχι μόνο επειδή εμπιστεύομαι τον ξεναγό και τα ευρήματα τα οποία προφανώς υπάρχουν, αλλά μου φαίνεται και αδύνατον να μη συνέβη, να σας πω την αλήθεια.

Περπατούσα και κοιτούσα τριγύρω λοιπόν και σκεφτόμουν αυτούς τους ανθρώπους που ζούσαν εδώ κάτω σαν τα ποντίκια, χωρίς φως, να προχωράνε σκυφτοί, ίσως και έρποντας σε κάποια σημεία, κυνηγημένοι γιατί πίστευαν σε άλλο θεό από τον προτιμητέο της τοτινής εξουσίας, ή υπό τον φόβο πως άλλοι άνθρωποι, όμοια ταλαίπωροι με τους ίδιους, θα τους βασάνιζαν και θα τους σκότωναν στην επιφάνεια της γης, αφού οι θεοί τους είχαν άλλους μύθους και τελετουργικά. Είναι γνωστό πως θεοί και πατρίδες είναι τα αχτύπητα δίδυμα πίσω από κάθε αιματοχυσία, το λέει κι ο αγαπητός μας Λουίς Μπουνιουέλ συνοψίζοντας σε μια τοσηδά φρασούλα αιώνες άθλιας Ιστορίας.

Βγαίνοντας από την κατακόμβη, βρέθηκα σε μια από τις πιο φτωχικές γειτονιές που έχω δει ποτέ, εξαιρουμένων κάποιων συνοικιών του Καΐρου πριν από πολλές δεκαετίες, και ρώτησα πού θα βρω ταξί. Taxi no, taxi no, μου είπε ένας χαμογελαστός κυριούλης δείχνοντάς μου με το χέρι του τριγύρω, σαν να μου λέει “πού να βρεθεί εδώ, τι να ‘ρθει να κάνει”… Ο κυριούλης μού είπε ν’ ανέβω πάνω, πού πάνω;, στην αποπάνω πόλη, πώς; ασανσέρι ασανσέρι φώναζε, και πράγματι υπήρχε στη μέση του πουθενά ένα ασανσέρι που σε έπαιρνε από τη φτώχεια και σε ανέβαζε 30 – 40 μέτρα πάνω, σε μια εντελώς διαφορετική πόλη, μη φανταστείτε κανέναν πλούτο αλλά μια κάποια αξιοπρέπεια, μια λεωφόρος με λίγα δέντρα, ένας τρούλος, αρκετή μικροαστική κίνηση, και ταξί.

Ένα ασανσέρι να ενώνει δύο κομμάτια της πόλης, το βυθό με την επιφάνεια, την απόλυτη φτώχεια με την υποφερτή, ένα ασανσέρι να σμίγει χωρίς πολλά πολλά πάρε δώσε την αόρατη πόλη με την αποπάνω της, την ορατή. Τελικά η Νάπολη έχει και ημιυπόγειο, σκέφτηκα πικραμένη. Απλώς δεν το γράφει κανένας οδηγός της πόλης.

—————————————————————————————————

[Οι φωτογραφίες είναι από την υπόγεια πόλη της Νάπολης, συγκεκριμένα από την κατακόμβη του San Gennaro. Τη φτώχεια ντράπηκα να τη φωτογραφίσω, όπως είχα ντραπεί και στο Κάιρο, δεν είναι αξιοθέατο, κι εγώ ήμουν απλώς μια περαστική.]