(της Γεωργίας Κανελλοπούλου)

Σε άλλους θύμιζε αρχαίο τροβαδούρο, άλλοι τον είπαν απλώς εκκεντρικό. Ήταν παιδί σκλάβων, έφτιαξε τα πρώτα του όργανα μόνος του, πέντε χρονών έπαιζε στις φυτείες και διασκέδαζε τα λευκά αφεντικά. Όταν πια ήταν μουσικός κι έκανε συναυλίες, μετέτρεψε ένα αγροτικό αυτοκίνητο σε σπίτι του και ταυτόχρονα σε μουσική σκηνή, άνοιγε την πόρτα κι έπαιζε, και μιλούσε, λίγη φιλοσοφία, λίγη ποίηση, πολλή μουσική. Δεν ξέρω πολλά πράγματα γι’ αυτόν, τραγούδησε όμως για τα πάντα στη ζωή, την προσγείωση στο φεγγάρι, τον νότο, την πολιτική, τη θλίψη, τον πόλεμο του Βιετνάμ. Τελικά, κι όσο τον ακούω, νομίζω πως ήταν ένας ποιητής. Απ’ αυτούς τους καταραμένους.

Ο Abner Jay (1921 – 1993) είχε μια ζωή μυθιστορηματική, αυτό είναι σίγουρο. Ήταν μια μπάντα μόνος του, έπαιζε διάφορα όργανα, μεταξύ των οποίων ένα μπάντζο με μακρύ λαιμό και έξι χορδές, φτιαγμένο το 1748, που του το είχε δώσει ο σκλάβος παππούς του. Ήταν ο τελευταίος παίχτης των “κόκαλων”, μια μουσική παράδοση κρουστών ρυθμών με χρήση κοκκάλων αγελάδας και κοτόπουλου που είχαν στεγνώσει και ασπρίσει στον ήλιο. Ο ίδιος συστηνόταν με κάτι παράξενες προσφωνήσεις, “πρωταθλητής συλλέκτης βαμβακιού και μπιζελιού”, “γρηγορότερο μουλάρι στον κόσμο”… Μπορεί και να ήταν, δεν ξέρω.  

Ακούστε: 

Πηγές

  1. https://en.wikipedia.org/wiki/Abner_Jay
  2. https://www.theguardian.com/music/musicblog/2007/aug/29/unsungheroesno1abnerjay