(της Γεωργίας Κανελλοπούλου)

“Απ΄ όλες τις πόλεις του κόσμου, στην Αθήνα μπορείς να έχεις τα πιο ανέλπιστα συναπαντήματα. Μέσα σ΄ένα πρωινό, είδα το Γιώργο Σεφέρη να μπαίνει στου «Φλόκα», και τον Κώστα Βάρναλη να τα πίνει στο υπόγειο καρβουνιάρικο του Θανάση στο Κολωνάκι” γράφει ο Στρατής Τσίρκας στη Χαμένη άνοιξη.

Εμείς πάλι, στην Αθήνα τριγυρνάμε συνέχεια, χωρίς συναπαντήματα με διασήμους, ή με αδιάφορα συναπαντήματα με αδιάφορους διασήμους, δεν είμαι σίγουρη αν ευθύνεται περισσότερο η εξέλιξη της πόλης ή οι διάσημοι της εποχής ή εμείς οι ίδιοι, ίσως ούτε η πόλη ούτε οι άνθρωποι, αλλά μόνο ο καιρός μας, δεν έχει τόσο ενδιαφέρουσες καταστάσεις. (Αλλά ποιοι φτιάχνουν τις καταστάσεις;) Πάντως εγώ συνεχίζω να τριγυρνάω, χαζεύω και παρατηρώ, σιγά σιγά ψάχνω την ιστορία των πραγμάτων, παλιά ήμουν πιο βιαστική. Δεν είναι θέμα νοσταλγίας, ούτε εξιδανίκευσης, απλώς παρατηρώ, και σκέφτομαι πως σήμερα τα καφενεία μας, με free wifi, παράξενους καφέδες και διακόσμηση για την οποία κοπίασε ένας διακοσμητής, ίσως κι ο ιδιοκτήτης, είναι ωραία αλλά. Αλλά τι;

Ο Άγγελος Τερζάκης περιγράφει το κλίμα που επικρατούσε τότε, σε κάποιο από τα “λογοτεχνικά” καφενεία: “Σ’ έναν καφενέ πνιγμένον στις ανασεμιές της αγοράς και στους καπνούς του τσιγάρου, είχε κάνει τη γνωριμιά κάποιας παρέας νεαρών που έγραφαν. Ήταν ένας κόσμος βουερός, ασυνάρτητος, μεθυσμένος από φιλοδοξίες κι εξάρσεις. Συνάζονταν τα δειλινά και λογοκοπούσαν δίχως ειρμό. Απάγγελναν στίχους, ενθουσιάζονταν, βρίζονταν, ανακάτευαν τα μαλλιά τους, αυτοθαυμάζονταν ή πιτσίλιζαν ο ένας τον άλλο με λάσπες.”

Και ο Μάνος Χατζιδάκις λέει: “Μας άρεσε ο καφές. […] Αρχικά ήταν ο καφές που δημιουργούσε το χώρο και ο χώρος δημιουργούσε τη σχέση μας. […] Βρίσκαμε την ευκαιρία, σ’ ένα χώρο χωρίς καμία ατμόσφαιρα, να καθόμαστε και με τις συζητήσεις μας να δημιουργούμε ατμόσφαιρα. Κι έτσι, το Βυζάντιο έπαυε να είναι ένας ψυχρός χώρος με νέον, γινόταν ένας χώρος φανταστικός που μέσα του περνούσε ο Προυστ, ο Ζιντ, όλα τα ενδιαφέροντα της γενιάς μας. Αυτά τα καφενεία είχαν αυτό το χαρακτήρα: δεν είχαν χαρακτήρα. Κι ήσαν ελεύθεροι σαν χώροι να φτιάχνεις εσύ το σκηνικό σου με τον λόγο και να δημιουργείται μια ατμόσφαιρα κάθε φορά διαφορετική, ανάλογα με το περιεχόμενο της συζήτησης.”

Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν ξεχνάει να μνημονεύσει τον Χαράλαμπο, το χαρισματικό γκαρσόνι του Βυζαντίου. Ενώ και ο αγαπημένος φίλος Θοδωρής Μπασιάκος, ποιητής κι ο ίδιος, μου είχε στείλει πριν λίγα χρόνια μια φωτογραφία, παρμένη από το βιβλίο Ποιήματα 1957-83 του Θωμά Γκόρπα, για να μνημονεύσει τον Τάκη, άλλο ένα θρυλικό γκαρσόνι, στου Λουμίδη αυτή τη φορά, δίπλα στο Βιβλιοπωλείο της Εστίας, στην Πανεπιστημίου. Διότι μπορεί ο Θωμάς Γκόρπας να απομυθοποιεί το Λουμίδη στο ποίημα “Πατάρι”, που είναι αφιερωμένο στον Τέο Σαλαπασίδη, όχι όμως και τον Τάκη: «Χαμηλοτάβανο σκοτεινό βρόμικο πατάρι ραϊσμένα μάρμαρα τραπεζιών μαδημένες καρέκλες ξεκοιλιασμένοι καναπέδες απαίσιο ντεκόρ και μόνο ο Τάκης, το γκαρσόνι, χαμογελούσε». Από το 1972 που έγραψε ο Γκόρπας, πάμε στην Άλκη Ζέη, να διαβάσουμε τη δική της εμπειρία, με την αδερφή της στου Λουμίδη, στο βιβλίο Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο:

“Ούτε φτερά να είχαμε στα πόδια μας. Από τη Ζαίμη βρεθήκαμε στου Λουμίδη, στη Σταδίου. Πλάι στην τράπεζα του μπαμπά μας. Καλά που ήτανε Κυριακή.
– Καλώς τες, καλώς τες, είπανε όλοι. Κι ύστερα ο Μάριος (Πλωρίτης) φώναξε το γκαρσόνι.
– Τάκη, δύο εσπρέσο.
Να ’μαστε λοιπόν καθισμένες στου Λουμίδη δίπλα δίπλα, να πίνουμε ένα θεόπικρο ζουμί που το λένε εσπρέσο κι η Λενούλα να μου μουρμουρίζει: «Πιες το». Γιατί είδε πως εγώ είχα βάλει κιόλας το φλιτζάνι στο πιατάκι και κοίταζα τη Λενούλα που έπινε αυτό το εσπρέσο χωρίς μορφασμό και τα μάτια κολλημένα στον Γκάτσο.” 

Να λοιπόν, που με την κουβέντα για τα καφενεία, στήθηκε μια ολόκληρη παρέα, με το Θοδωρή, τον Γκόρπα, το Χατζιδάκι, τον Τάκη, την Άλκη και τον ερωτοχτυπημένο Νίκο Γκάτσο, άλλη μέρα με τον Μιχάλη Κατσαρό, τον Τίτο Πατρίκιο, τον Εμπειρίκο, το Σινόπουλο, τη Βακαλό…  Έφτιαξε ήδη ατμόσφαιρα, για δες!

Τέτοιες παρέες σουλατσέρνουν πολλές φορές σε σελίδες βιβλίων, σαν να μπαίνουν τα καφενεία στις ζωές των ηρώων, αντί για το αντίθετο. Κι εγώ, όπως κι εσείς, είμαι σίγουρη, έχω τελικά πιει νοερώς πολλούς καφέδες και ουζάκια στα καφενεία των βιβλίων. Στου Απότσου (όταν διάβασα τη Χαμένη Άνοιξη), στου Ζόναρς (με το Όταν ο ήλιος), στου Λουμίδη με την Άλκη Ζέη, στο Βυζάντιο με τον Βαλαωρίτη και τον Μπρετόν, στο Μπραζίλιαν με τον Ταχτσή, το Σαλαπασίδη, το Χρηστάκη. Έχω δημιουργήσει αναμνήσεις από μέρη στα οποία ποτέ δεν βρέθηκα.

… ήρθαν δίσεκτες χρονιές
δριμύτερους χειμώνες κανένας δεν θυμήθηκε – και όχι
απ’ την συνήθη εξιδανίκευση του παρελθόντος
τα μάτια μου τα χάρισα για να μπολιάσουν καστανιές
«Θυμάμ’ εκείνη τη βραδιά
που βγήκαμ’ απ’ το σινεμά…»
στάθηκες και μ’ αγόρασες ένα χωνάκι κάστανα…
εκείνοι που μ’ αγάπησαν δεν τραγουδάνε πια
τι ησυχία που ακολουθεί
πάντα
το χέρι ή το μαχαίρι
δεν ξέρω αύριο τι μας περιμένει

Είναι μερικοί στίχοι από το Καφενείο το Βυζάντιο του Κώστα Ταχτσή, τους θυμάμαι ενώ κατηφορίζω από το κολωνακιώτικο Βυζάντιο στο Ζώναρς για να δω τη Ζωή, ηρωίδα της Ζωρζ Σαρή στο Όταν ο ήλιος και αλλού,  να βγαίνει, εντός της κατοχής νομίζω, ραντεβού:
«Ο κόσμος ανεβοκατεβαίνει βιαστικός, κουκουλωμένος, με σκυφτούς ώμους. Ο ουρανός είναι ασυννέφιαστος. Γλυκιά μου Αθήνα!
– Πάμε στου Ζώναρς;
– Στου Ζώναρς!
Η χαρά της Ζωής της κόβει την ανάσα. Στου Ζωναρς μ’ έναν υποσμηναγό!
– Ή θέλεις αλλού, να έχει λιγότερο κόσμο;
– Όχι, στου Ζώναρς! Στου Ζώναρς!
Μόλις ανοίγουν την κρυστάλλινη πόρτα, η ζέστη τους αγκαλιάζει. Έχει πολύ κόσμο. Είναι η ώρα της μεσημεριάτικης συζήτησης. Τα γκαρσόνια πάνε κι έρχονται, γλιστράνε ανάμεσα στα τραπέζια με τους δίσκους γεμάτους, σκύβουν ευγενικά στους πελάτες και μιλάνε χαμηλόφωνα. Ο Περικλής σκέφτεται «Πρώτη φορά μπαίνω στου Ζώναρς». Η Ζωή λέει “Ξέρεις Περικλή, δεν έτυχε ποτέ να ‘ρθω στου Ζώναρς”.»

Ο υποσμηναγός της Ζωής δεν επέλεξε για το ραντεβού τους το καφενείο του Ζαχαράτου στην Καραγιώργη Σερβίας, όπου έπινε τον καφέ του ο Καβάφης στο πρώτο του ταξίδι στην Αθήνα, το 1901, ίσως γιατί ήταν πιο «πολιτικό» λόγω της γειτνίασης του με τη Βουλή, τόσο που ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε πει: “το Καφενείον του Ζαχαράτου είναι το δεύτερο κοινοβούλιο και ίσως πιο ελεύθερο από το πραγματικό”. Το ίδιο παλιά ήταν και τα δύο καφεζαχαροπλαστεία του “Γιαννάκη” που άνοιξε το 1905 και το “Maison Dorée” που άνοιξε το 1907, κοντινά στην Πανεπιστημίου, δυό καφενεία που, κατά τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη ήταν σημείο συνάντησης “όλων των αθηναίων σνομπ”, μάλιστα ισχυριζόταν ότι περνώντας από τα δύο καφενεία έβγαζε τόσο συχνά το καπέλο του για να χαιρετήσει, ώστε αυτό κατέληγε να φθείρεται στις άκρες. Το φοβερό είναι πως στου Γιαννάκη σύχναζαν οι βενιζελικοί ενώ στο Dorée οι βασιλικοί, ήταν σίγουροι οι καυγάδες, γι’ αυτό ίσως το σημείο εκείνο το λέγαν οι αθηναίοι «Δαρδανέλια».

Απομακρυνόμενοι από το πολεμικό σκηνικό και οδεύοντας προς το τέλος της βόλτας μας, δεν μπορούμε να μην σταματήσουμε στο καφενεδάκι της Δεξαμενής, που όχι μόνο είχε θαμώνα τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, αλλά εκεί έχει τραβηχτεί μια από τις πολύ σπάνιες φωτογραφίες του, από τον Παύλο Νιρβάνα. Εδώ ο Νιρβάνας αφηγείται: “Πήγα, κλέφτικα, με χίλιες προφάσεις, να τον φωτογραφίσω απάνω στο καφενεδάκι της Δεξαμενής. Δεν υπήρχε ως τότε φωτογραφία του Παπαδιαμάντη. Και συλλογιζόμουν ότι απ’ τη μια μέρα στην άλλη μπορούσε να πεθάνει, και μαζί του να σβήσει για πάντα η μορφή του. Με τι δόλια και αμαρτωλά μέσα επραγματοποίησα τον άθλο μου αυτό. Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αλλά ο Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα, στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει – ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος – να μιλά γαλλικά: Nous excitons la curiosité du public (ερεθίζουμε την περιέργεια του κοινού). Ακούσατε; Ερεθίζαμε την περιέργεια του… κοινού! Ποιου κοινού; Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος που λιαζότανε στην άλλη γωνιά του μαγαζιού, και δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα.”

Αν ο Νιρβάνας κατάφερε να φωτογραφίσει τον Παπαδιαμάντη, ο ποιητής Νάσος Βαγενάς κατάφερε, πολύ αργότερα, να διακρίνει μέσα από τα τζάμια του Ζόναρς την αντανάκλαση του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, που περπατούσε στην Πανεπιστημίου. Γράφει λοιπόν στον Χάρτη, τχ. 8, Οκτώβριος 1983, σ. 202-204, πως έτρεξε, τον έφτασε, στάθηκε μπροστά του και ρώτησε: «Ο κ. Μπόρχες;». «Ναι», είπε ο ηλικιωμένος κύριος. «Έχω δημοσιεύσει κι εγώ κάποια διηγήματα, στα οποία σάς μιμούμαι ασύστολα». Ο Μπόρχες κούνησε το κεφάλι του. «Αγαπητέ μου», του είπε, «είμαστε όλοι μιμητές», σαν να τον βλέπω να το λέει.

Τι σου είναι οι πόλεις, τα στέκια, οι παρέες, μήπως τελικά γράφεται η ιστορία μέσα απ’ αυτές; Ή μήπως πέρα απ’ αυτές; “Προχτές, στο μπαρ του Απότσου, είδα να πίνουν το ούζο τους την ίδια στιγμή ο Ώντεν, με δυο Αμερικάνους «αυτοεξόριστους», ο Λώρενς Ντάρρελ με το Γιώργο Κατσίμπαλη κι ο Ηλίας Ηλιού μόνος του. Περασμένα μεσάνυχτα, έτυχε να διαβαίνω έξω απ’ τη Λέσχη των Λαμπράκηδων, στην οδό Πειραιώς, είδα να βγαίνει ο Μίκης Θεοδωράκης και μαζί του ένα τσούρμο κορίτσια κι αγόρια με λαμπερά πρόσωπα — χρόνια είχα να τ’ αντικρίσω αυτά τα ολάνοιχτα μάτια.”

Κι έτσι, τελειώνουμε αυτή τη βόλτα εκεί που την αρχίσαμε: στου Απότσου. Ξέρετε πως από τον Απότσο ξεπήδησαν πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, με γνωστότερο όλων το “Τετράδιο”, του οποίου τα στοιχεία επικοινωνίας ήταν αυτά του ουζερί; Μόλις τώρα το διάβασα, κι έγινε η πιο ωραία πληροφορία της μέρας. 

——————————————————–

Πηγές

1. Η Χαμένη άνοιξη, Στρατής Τσίρκας, εκδ. Κέδρος
2. Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, Άλκη Ζέη, εκδ. Μεταίχμιο
3. Όταν ο ήλιος, Ζωρζ Σαρή, εκδ. Πατάκη
4. Τα Ποιήματα 1957-83 του Θωμά Γκόρπα, εκδ. Κέδρος
5. Καφενείο το Βυζάντιο, Κώστας Ταχτσής, εκδ. Ψυχογιός 
6. https://www.andro.gr/empneusi/jorge-luis-borges-scripta/
7. https://www.womantoc.gr/stories/article/istorika-kafeneia-tis-athinas-ta-stekia-ton-logotexnon/
8. Περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 163, 1/10/1933, Παύλος Νιρβάνας (εγώ το αντέγραψα από: https://papadiamantis-dimotikosxoleioportaria.blogspot.com/p/blog-page_03.html)

Οι φωτογραφίες είναι όλες από το διαδίκτυο, τα καφενεία της εποχής. Η κεντρική φωτογραφία είναι ο γνωστός πίνακας του Γιάννη Τσαρούχη “Καφενείον τον Νέον (Νύχτα)”, 1965-1966. 

Διαβάστε επίσης

Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας, Γ. Παπακώστας, εκδ. Πατάκη

Ακούστε 

https://www.youtube.com/watch?v=PSbpdmxib1Y

 

Χρονολόγιο

  1. Ζόναρς: 1939 έως σήμερα με κάποιες διακοπές λειτουργίας
  2. Βυζάντιον: 1950 – μέσα 70s
  3. Μπραζίλιαν: 1944 – 2002. Το 2007 άνοιξε σε άλλο χώρο.
  4. Απότσου:1897 – ?, αλλάζοντας πάντως κάποιους χώρους. Στη γνωστή στοά της Πανεπιστημίου εγκαταστάθηκε το 1971.
  5. Ζαχαράτου:1888 – 1960
  6. Λουμίδη:1938 – στα χρόνια της δικτατορίας
  7. Δεξαμενή: ?
  8. Φλόκας: 1938 – 1987