
(της Γεωργίας Κανελλοπούλου)
[Η Κάρμεν κι ο Λουίς ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλον δύο φορές. Και παντρεύτηκαν δύο φορές. Ο υπάλληλος στο ληξιαρχείο της Χιχόν, όπου έγινε ο δεύτερος γάμος, λίγο έλειψε να τρελαθεί με το μπέρδεμα καθώς έπρεπε να δηλωθούν στα χαρτιά και οι πρώην σύζυγοι!]
Η Κάρμεν Γιάνιες είναι γνωστή χιλιανή ποιήτρια. Γνωστή για τα γραπτά της, γνωστή και ως η κοπέλα που βρέθηκε μια νύχτα πεταμένη σε μια χωματερή του Σαντιάγο, όπου την είχαν πετάξει – μια άμορφη μάζα ήταν πια – οι βασανιστές της από τον περιώνυμο τόπο μαρτυρίου Βίλα Γκριμάλντι. Είχε ήδη προλάβει να γνωρίσει και να ερωτευτεί τον συγγραφέα / ποιητή / αγωνιστή / μέλος της φρουράς του Αλιέντε / κατόπιν περιβαλλοντικό ακτιβιστή και άλλα πολλά, τον Λουίς Σεπούλβεδα, το καλοκαίρι του 1968, στην παραλία Ίσλα Νέγκρα, κοντά στο σπίτι του Πάμπλο Νερούδα.
Κάποιες φορές η σιωπή
είναι συνεργός στο μυστήριο
που περιέχει το μήνυμα.
Αρκεί το βλέμμα πάνω στα αποσιωπητικά.
Κάθε επίθετο πρέπει να παίρνει τη θέση του προσεκτικά
δίπλα στον έρωτα.
Τότε το κόμμα αποτραβιέται μέχρι την τελεία.
Κάπως έτσι χτίζεται η τρυφερότητα.
Η Κάρμεν ήταν ακόμα μαθήτρια στο λύκειο. Την πρώτη μέρα οι φίλες της είπαν βγαίνοντας από το μάθημα: «κοιτάξτε αυτό το αγόρι στη γωνία, σίγουρα κάποια περιμένει». Εμένα περιμένει, είπε η Κάρμεν κοκκινίζοντας, κι από τότε κάθε μέρα μετά το σχολείο πήγαιναν στην πλατεία με το όνομα της μοναδικής ποιήτριας Γκαμπριέλα Μιστράλ, κι εκείνος φορούσε πάντα το ίδιο τουίντ σακάκι, και με ζέστη και με κρύο, και της πήγαινε, μάλλον κλεμμένες, καραμέλες και δικά του, ολόδικά του, ποιήματα. Ένα απ’ αυτά, με τον τίτλο Μυστικά κατάφερε η Κάρμεν να το ανασύρει στα φρικτά της βασανιστήρια, να το λέει από μέσα της.
Μικρές καθημερινές λειτουργίες
εξαίσια λαμπυρίσματα του ήλιου.
Ν’ αγαπάς δίχως φόβο
και να μπορείς να το διηγείσαι.
Εκείνο το πρωί έκανε κρύο. Ήταν Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 1973. Οι πολίτες του Σαντιάγο ξύπνησαν από το θόρυβο των αεροπλάνων που πετούσαν σε χαμηλό ύψος και το σύνταγμα των τεθωρακισμένων που διέσχιζε την πόλη. Στις πέντε το απόγευμα, όπως και στο «Μοιρολόι για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας»* του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, ακριβώς στις πέντε το απόγευμα έπεσε στη Χιλή το πιο πυκνό σκοτάδι, ο φόβος που δεν πίστευαν πως θα ζήσουν. Ο Λουίς ήταν στο προεδρικό μέγαρο με τον Σαλβαδόρ Αλιέντε μέχρι το τέλος. Η Κάρμεν έκαιγε στο σπίτι κομματικά έγγραφα, τύλιγε τα βιβλία με πλαστικό και τα έθαβε στο χώμα: Η Μάνα του Γκόρκι, Πώς δενότανε τ’ ατσάλι του Οστρόφσκι, ποιήματα του Νερούδα, δίσκους του Βίκτορ Χάρα και των Κιλαπαγιούν, ό,τι θα θεωρούνταν ανατρεπτικό υλικό. Και ήταν ανατρεπτικό υλικό. Ήταν τα μοναδικά όπλα που είχαν, όφειλαν να τα προστατέψουν.
Ο Λουίς χαρακτηρίστηκε από τη δικτατορία τρομοκράτης, διέφυγε μα τον συνέλαβαν στον νότο της Χιλής. Όταν η Κάρμεν πήγε να τον πάρει από τη φυλακή, ήταν αγνώριστος. Κουρεμένος γουλί και γεμάτος μελανιές, δεν μπορούσε να περπατήσει, ούτε να σταθεί. Αγκαλιασμένοι σε μια ζεστή ινδιάνικη κουβερτούλα, της περιέγραψε τη φρίκη που είχε ζήσει και πώς είχε βγει θριαμβευτής, και αποφάσισαν να περάσουν στην παρανομία. Για λόγους ασφαλείας, χωριστά.
Τέλη του 1975 η αστυνομία του δικτατορικού καθεστώτος απήγαγε την Κάρμεν από το πατρικό της, όπου ζούσε προσωρινά με τον τετράχρονο γιο τους. Την πήγαν στη Βίλα Γκριμάλντι, ένα από τα παράνομα σπίτια βασανιστηρίων του Πινοτσέτ, απ’ όπου πέρασαν 5.000 άτομα, κάποιοι απ’ αυτούς αγνοούνται ακόμα. Ανάμεσα σε πάμπολλα φρικτά βασανιστήρια, της έκαναν διαρκώς ηλεκτροσόκ, με πικάνα και παρίγια*. Όταν λιποθυμούσε, την πετούσαν στο πάτωμα ενός άδειου κρύου κελιού μαζί με άλλες γυναίκες. Αγκαλιάζονταν και ζέσταιναν η μία την άλλη, και δεν ρωτούσαν ποτέ τίποτα. Όταν την πέταξαν στη χωματερή, σχεδόν πεθαμένη, με τα μάτια της κλειστά με κολλητική ταινία, και τη βρήκε και την έσωσε ένα ζευγάρι καλών ανθρώπων που έψαχναν για φαγητό, ο Λουίς βγήκε από το κρησφύγετό του για να τη βρει και της κάνει μια αγκαλιά.
Ποτέ δε βρεθήκαμε πιο κοντά
στα τριαντάφυλλα.
Θυμάσαι εκείνα τα κόκκινα
– παραδόξως άνθιζαν εκεί
στο κέντρο ακριβώς του πόνου
Το 1981 βρήκε την Κάρμεν εξόριστη στη Σουηδία. Ο Λουίς είχε περάσει από Αργεντινή, Εκουαδόρ, Περού, Νικαράγουα, κι είχε καταλήξει στη Γερμανία. Έκαναν άλλες ζωές, μιλούσαν πότε πότε, κυρίως για το γιο τους. Δεκαέξι χρόνια μετά, τα τηλεφωνήματα άρχισαν να πυκνώνουν, μιλούσαν πια κάθε νύχτα, και μιλούσαν για όλα. Στα τηλεφωνήματα αυτά ήταν παρόντες οι φίλοι που χάθηκαν, οι κοινές αναμνήσεις, οι ξεχωριστές εμπειρίες, ήταν παρόντα τα νιάτα τους, οι μυρωδιές κι οι γεύσεις της Χιλής, ο τρόμος, το τάνγκο, η αγάπη.
Συναντήθηκαν στο Παρίσι, το 1996, για να βρουν τον φίλο τους, το φωτογράφο Ντανιέλ Μορτζίνσκι, κι από τότε δεν ξαναχώρισαν ποτέ μέχρι το θάνατο του Σεπούλβεδα το 2020. Επιστρέφοντας από εκείνο το παριζιάνικο ραντεβού, ο Λουίς έγραψε σε μια χαρτοπετσέτα και της αφιέρωσε αυτό το ποίημα, με τίτλο «Η πιο όμορφη ιστορία αγάπης»:
Ο τελευταίος ήχος του αποχαιρετισμού σου
μου είπε πως τίποτα δεν ήξερα
και πως ερχόμουν
τη σωστή στιγμή
για να μάθω τα γιατί.
Έτσι, από πέτρα σε πέτρα
έμαθα πως η πρόσθεση ενώνει
κι η αφαίρεση μας αφήνει μόνους κι αδειανούς.
Πως τα χρώματα αντανακλούν
του ματιού την αφελή θέληση.
Πως οι δρόμοι κι η σκόνη
σου δίνουν λόγο να βαδίζεις.
Πως ο πιο σύντομος δρόμος
ανάμεσα σε δυό σημεία
είναι η παράκαμψη που τα ενώνει
σε μια έκπληκτη αγκαλιά.
Πως δύο συν δύο
μπορούν να κάνουν ένα κομμάτι του Βιβάλντι.
Πως τα πνεύματα τα αγαθά
κατοικούν στα μπουκάλια του καλού κρασιού.
Κι αφού τα έμαθα όλα αυτά
γύρισα για να σβήσω τον απόηχο του αποχαιρετισμού σου
και στη θέση του να γράψω
την πιο Όμορφη Ιστορία Αγάπης.
Άλλωστε, όπως λέει το adaggio,
ποτέ δεν παύεις
να μαθαίνεις.
———————————————-
Πηγές
- Το κείμενο έχει προέλθει από το βιβλίο Ένας έρωτας έξω απ’ το χρόνο, της Κάρμεν Γιάνιες, για τη ζωή της με το Λουίς Σεπούλβεδα, Εκδ. Opera, Μτφρ. Μ. Αθανασιάδου, Θ. Καμπρά, Α. Μανωλά, Ι. Ντούμη, Κ. Παλαιολόγος. Η φωτογραφία του εξωφύλλου του βιβλίου (και κεντρική φωτογραφία του άρθρου) είναι του Ντανιέλ Μορτζίνσκι, από το ταξίδι στο Παρίσι το 1996, το ταξίδι της επανασύνδεσης.
Οι πίνακες είναι του χιλιανού ζωγράφου Roberto Matta, του καταπληκτικού σουρεαλιστή, υποστηρικτή του Σαλβαδόρ Αλιέντε ο οποίος μάλιστα τον όρισε πολιτιστικό ακόλουθο της Χιλής, θέση την οποία κατείχε ως το πραξικόπημα του Πινοσέτ. Ένα έργο του στήριξης του Σαλβαδόρ Αλιέντε ήταν η περίφημη τοιχογραφία Un Premier Goal au Chili, την οποία το καθεστώς Πινοσέτ φρόντισε να καλύψει με δεκάξι (!) στρώματα μπογιάς. Το 2007 η τοιχογραφία αυτή αποκαταστάθηκε. Αξίζει να διαβάσετε λίγο γι’ αυτόν, π.χ. εδώ: https://www.artcoremagazine.gr/ta-biomorfika-pedia-maxis-tou-roberto-matta/
Σημειώσεις
*«Μοιρολόι για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας» είναι ποιητική σύνθεση του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα για το θάνατο του φίλου του, ταυρομάχου και λογοτέχνη Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας (Απόδοση Αργύρης Ευστρατιάδης, εκδ. Πατάκη).
** Πικάνα και παρίγια είναι μέθοδοι εφαρμογής ηλεκτρικού ρεύματος σε διάφορα σημεία του σώματος.