(της Γεωργίας Κανελλοπούλου)
Το 1454 ο Γουτεμβέργιος έβαλε έξι πρέσες σε λειτουργία και ξεκίνησε την εκτύπωση της αγίας γραφής. Έναν αιώνα μετά, η ρωμαιοκαθολική εκκλησία εξέδωσε το Index Librorum Prohibitorum, έναν οδηγό λογοκρισίας: τι επιτρέπεται να κυκλοφορήσει, τι επιτρέπεται να διαβαστεί. Το Index λειτουργούσε μέχρι το 1966 (!! – τα θαυμαστικά ως ένα θλιμμένο μπράβο για τους πέντε αιώνες ζωής και ευημερίας του Index).
Από τότε που τα αντίγραφα των βιβλίων δεν είναι ένα και δυό αλλά χιλιάδες, το πιο συχνό εργαλείο απαγόρευσής τους είναι η λογοκρισία, παρόλα αυτά το πιο θεαματικό, ίσως και αποτελεσματικό, είναι η καύση τους. Γιατί το κάψιμο των βιβλίων έχει έναν βαθύτερο και βαρύτερο συμβολισμό κυριαρχίας και πυγμής της εξουσίας, και δημιουργεί α) στους χειροκροτούντες, αποφασιστικότητα να καίνε τις ιδέες (και τους φέροντες τις ιδέες κάποιες φορές) χωρίς δισταγμό, β) στους νοικοκυραίους, την αίσθηση ότι τα καιγόμενα (ο Μπέρτολντ Μπρεχτ, ο Τζορντάνο Μπρούνο, ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ) είναι παλιο-διανοούμενοι που τους αξίζει η πυρά ή που τέλος πάντων, στην πυρά κατέληξαν οπότε σιγά τα πρόσωπα, και γ) στους διαφωνούντες, ισχυρή αίσθηση ήττας.
Σε κάθε περίπτωση, το κάψιμο των βιβλίων είναι μια στιγμή που η ανθρωπότητα επιτίθεται βίαια στη γνώση και στη μνήμη της.
Η πιο γνωστή καύση βιβλίων είναι αυτή που διοργάνωσαν άκρως θεαματικά οι ναζί το 1933, σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας, σε πανηγυριώτικες τελετές όπου πρωτοστατούσαν φοιτητές. Στις περισσότερες πανεπιστημιακές πόλεις, τις μέρες της πυράς (10 Μαίου και 21 Ιουνίου, στο θερινό ηλιοστάσιο) εθνικιστές φοιτητές παρέλαυναν με λαμπαδηδρομίες «ενάντια στο αντιγερμανικό πνεύμα». Είχε προηγηθεί ο μήνας Απρίλιος, όπου κηρύχτηκε από τον ναζιστικό γερμανικό σύλλογο φοιτητών η «Δράση ενάντια στο Μη Γερμανικό Πνεύμα», τότε δημοσιεύτηκαν οι φοιτητικές θέσεις, που επιτίθεντο στον «εβραίο διανοούμενο», υποστήριζαν την ανάγκη «κάθαρσης» της γερμανικής γλώσσας και λογοτεχνίας και απαιτούσαν τα πανεπιστήμια να είναι κέντρα του γερμανικού εθνικισμού. Τότε φτιάχτηκαν και οι μαύρες λίστες συγγραφέων που έπρεπε να ριχτούν στην πυρά.
Μεταξύ των καμένων συγγραφέων πλειοψηφούσαν οι εβραίοι και οι αριστεροί, έτσι κάηκαν ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο Καρλ Μαρξ, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Τόμας Μαν, ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, ο Τζακ Λόντον, η Έλεν Κέλερ, ο Μαξ Μπροντ, ο Στέφαν Τσβάιχ, ο Χάινριχ Χάινε, πολλοί, πάρα πολλοί. Έχει υπολογιστεί ότι στη διάρκεια της ναζιστικής εξουσίας καταστράφηκε το ένα τρίτο των γερμανικών βιβλίων! Στην πλατεία Μπέμπελπλατς του Βερολίνου, όπου τα βιβλία κάηκαν στις 10 Μαίου του ’33, υπάρχει σήμερα ένα συγκλονιστικό μνημείο, μια υπόγεια βιβλιοθήκη με κενά ράφια. Όμως η 10η Μαίου είχε το προηγούμενό της στη Γερμανία, όταν το 1817 οι φοιτητές έκαψαν βιβλία που θεώρησαν αντεθνικά ενώ διαδήλωναν τότε για την ενοποίηση της Γερμανίας.
Στην Ελλάδα ακολουθήσαμε το παράδειγμα της ναζιστικής Γερμανίας, και στις 15 Αυγούστου 1936, λίγες μέρες μετά την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας, με πρωτοβουλία εθνικοφρόνων φοιτητών «τεράστια πυρά εξάγνισε τις πόλεις από το μίασμα των ερυθρών εντύπων» – πήραν από τα βιβλιοπωλεία και από τα σπίτια των συλληφθέντων μέχρι και Τα Ψηλά Βουνά του Παπαντωνίου. Η Ζωή εν Τάφω του Μυριβήλη, η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, έργα του Πλάτωνα, του Θουκυδίδη και του Ξενοφώντα, η «Καταγωγή των Ειδών» του Δαρβίνου, έργα του Σίγκμουντ Φρόιντ, του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, των Γκόρκι, Τολστόι και Ντοστογιέφσκι, του Γκαίτε, και άλλα πολλά, κάηκαν.
Στην Αθήνα το κάψιμο των βιβλίων έγινε μπροστά στους στύλους του Ολυμπίου Διός, όπου οι νέοι της ΕΟΝ, νεολαίας του Μεταξά, τραγουδούσαν τον ύμνο της 4ης Αυγούστου: “Μια ημέρα σαν κι ετούτη, την ολόφωτη και ωραία Ξεδιπλώθηκε και πάλι η γαλάζια μας σημαία Που ’χει τ’ ουρανού το χρώμα Και σκεπάζει τ’ άγιο χώμα που ελεύθερος πατάς…”
Γράφει η Άλκη Ζέη στο Καπλάνι της Βιτρίνας: «Σαν φτάσαμε στην πλατεία, τα χάσαμε. Στα μέση ακριβώς, εκεί που στέκει πάνω σε μιά κολόνα ένα μαρμάρινο λιοντάρι, έκαιγε μιά μεγάλη φωτιά. Λίγο παραπέρα, σε μιά εξέδρα, στέκονταν ο νομάρχης, ο Άμστραντάμ Πικιπικιράμ, ο μπαμπάς της Πιπίτσας κι ο δεσπότης με τα άμφιά του. Γύρω στη φωτιά στεκότανε κόσμος, πιο πολύ παιδιά, με τα σχολεία τους. Δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Σε λίγο, έφτασαν δυο άντρες που κουβαλούσαν μεγάλα τσουβάλια στους ώμους τους. Αναμέρισαν σπρώχνοντας τον κόσμο και σαν έφτασαν κοντά στη φωτιά άδειασαν τα τσουβάλια τους. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι, ο παππούς με πήρε στο γραφείο του. Στα ράφια έχασκαν άδειες τρύπες: τα βιβλία που έλειπαν. “Αυτό που είδες σήμερα, Μέλισσα, να μην το ξεχάσεις ποτέ, σ’ όλη σου τη ζωή. Κι όταν πεθάνω εγώ, να μείνουν έτσι οι άδειες θέσεις των βιβλίων, να στο θυμίζουν” είπε.»
Όμως οι άδειες θέσεις των βιβλίων της ανθρωπότητας δεν έγιναν ποτέ συνθήκη ικανή για να μην ξανασυμβεί το έγκλημα…
Παρόλα αυτά το πρώτο μαζικό κάψιμο βιβλίων δεν έγινε επί ευρωπαϊκού εδάφους. Διαβάζω πως το 213 π.Χ. ο κινέζος αυτοκράτορας Σι Χουάνγκ Τι διέταξε την πρώτη καταγεγραμμένη καύση βιβλίων και τα κίνητρά του ακούγονται πολύ οικεία: τα βιβλία περιείχαν κριτική κατά της κυβέρνησης. Το 47 π.Χ. κάηκε υπό την αιγίδα του Ιούλιου Καίσαρα η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, όταν τα στρατεύματά του κατέλαβαν την πόλη. Η ολοκληρωτική καταστροφή της Βιβλιοθήκης, με τους 500.000 τόμους, επήλθε το 391 π.Χ. από τους φανατισμένους χριστιανούς.
Από κει και πέρα, είναι ουκ ολίγες οι φορές που τα βιβλία ρίχνονται στην πυρά, κυρίως από θρησκευτικούς ή θρησκειομανείς άρχοντες. Κάποτε καίνε τα χριστιανικά, κάποτε τα αντιχριστιανικά, κάποτε τα εβραϊκά, κάποτε όλα, κάποτε και τους συγγραφείς τους, κάποτε και τους αναγνώστες τους. Διοκλητιανός, Κωνσταντίνος, Θεοδόσιος, Λέων, Κλήμης, δύο Πάπες Γρηγόριοι, είναι μερικοί πρωτεργάτες των καύσεων και των διώξεων.
Η δίωξη και καύση ενός συγκεκριμένου βιβλίου, και, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, του συγγραφέα του, είναι φυσικά πολύ πιο συχνή. Το 411 π.Χ. το έργο «περί θεών» του Πρωταγόρα καίγεται δημόσια στην Αθήνα, και ο ίδιος καταδικάζεται ως άθεος – στην προσπάθεια του να διαφύγει, πνίγηκε. Πολύ αργότερα, το 1600 μ.Χ. ο Τζορντάνο Μπρούνο παραδίδεται στις φλόγες στο Κάμπο ντεϊ Φιόρι, εν μέσω λιτανειών, και αφού έχουν κάψει τα βιβλία του. Λίγα χρόνια μετά, καίνε τα βιβλία του Γαλιλαίου, ο ίδιος όμως σώζεται με δήλωση μετανοίας. Παρόλα αυτά, είναι πλέον αδιαμφισβήτητο πως ναι, η γη γυρίζει. “Η ιστορία δε σας έχει μάθει τίποτα αν νομίζετε ότι μπορείτε να σκοτώσετε τις ιδέες“, έγραφε η Έλεν Κέλερ στην επιστολή της προς τους γερμανούς φοιτητές το 1933.
Στην Ελλάδα, έχουμε πολλά αφορισμένα βιβλία και συγγραφείς, όμως μετά τον Τελευταίο Πειρασμό του Καζαντζάκη το 1953, νομίζω πως ήταν το Μν του Μίμη Ανδρουλάκη που, παρότι δεν αφορίστηκε και δεν απαγορεύτηκε ποτέ από τις Αρχές, κάηκε το 2000 σε φωτιές πιστών χριστιανών παρουσία του βουλευτή Παναγιώτη Ψωμιάδη, το δε παιδικό βιβλίο του Ευγένιου Τριβιζά Όχι δεν θα μας Μπείτε στη Μύτη που μοιραζόταν επισήμως στα σχολεία, κάηκε στη Χαλκίδα το 2021 εν μέσω πανδημίας από την ομάδα «ελεύθεροι ευβοιώτες», μαζί με μάσκες, νόμους και εγκυκλίους για τον εμβολιασμό.
Έχει πάντως μεγάλη διαφορά το κάψιμο ενός βιβλίου από ομάδα ανθρώπων και το οργανωμένο κάψιμο από κράτη, εκκλησίες, συγκροτημένες οργανώσεις και κινήματα. Υπάρχει και η περίπτωση που η εξουσία διατάζει απαγόρευση και οι υπάλληλοι της επιδεικνύουν υπερβάλλοντα ζήλο. Έτσι, το 2019, το κινέζικο καθεστώς ζήτησε από τους υπαλλήλους των εκπαιδευτικών βιβλιοθηκών της χώρας να ξεχωρίσουν τα βιβλία που είναι επιβλαβή για τα εθνικά συμφέροντα, τον κινέζικο πολιτισμό και τις σοσιαλιστικές αξίες. Και έτσι βρέθηκαν υπάλληλοι βιβλιοθηκών με υπερβάλλοντα ζήλο να ΚΑΙΝΕ τα “επιβλαβή” βιβλία ακριβώς έξω από τη βιβλιοθήκη, χαλαροί κι ωραίοι, χωρίς καμιά αίσθηση ευθύνης και καμία ιστορική μνήμη.
Με μια πρόχειρη στατιστική ματιά μού φάνηκε πως οι μουσουλμάνοι επιδίδονται περισσότερο στο κάψιμο ολόκληρων βιβλιοθηκών, ενώ οι χριστιανοί στο κάψιμο συγκεκριμένων βιβλίων, χωρίς όμως να λείπει και το αντίθετο: οι μουσουλμάνοι έκαψαν τα βιβλία του Αβερρόη και του Σαλμάν Ρούσντι – που ακόμα κρύβεται γιατί δέχεται δολοφονικές επιθέσεις, ενώ ο μεταφραστής και ο εκδότης των Σατανικών Στίχων του έχουν δολοφονηθεί -, οι χριστιανοί έκαψαν τις βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας. Ο Αριστοτέλης έχει την τιμητική του και στους δυό, ενώ η Υπατία μαζί με τα συγγράμματα της τεμαχίστηκε και πυρπολήθηκε από χριστιανούς.
Οι χριστιανοί πάντως έχουν προς το παρόν σταματήσει τις μαζικές πυρπολήσεις και το κάψιμο βιβλιοθηκών, νομίζω μετά τη βιβλιοθήκη στο Σεράγεβο, όπου, διαβάζω στο βιβλίο Μπλε Νότες σε Κόκκινο Φόντο, «από τις 26 μέχρι 27 Αυγούστου 1992, έπεσαν εικοσιπέντε εμπρηστικές οβίδες. Ανώνυμοι πολίτες και βιβλιοθηκονόμοι αψήφησαν τη βροχή των οβίδων και δημιούργησαν ανθρώπινη αλυσίδα με την ελπίδα να βγάλουν τα βιβλία από το φλεγόμενο κτίριο. ‘Ομως όλα έγιναν φωτιά και σκόνη. Οι αξιωματικοί του λαϊκού ομοσπονδιακού γιουγκοσλαβικού στρατού έριξαν στην πυρά δεκάδες χιλιάδες εκδόσεις, με το σκεπτικό ότι, αφού ήταν σε λατινικό αλφάβητο, δεν ήταν σέρβικα. Ο καπνός ήταν ορατός από πολλά χιλιόμετρα για πάνω από είκοσι μέρες. Πώς γράφεις “έλεος” με κυριλλικά γράμματα; Πώς να γράψεις “να είστε καταραμένοι, γαμημένα καθίκια;”».
Αυτή είναι μάλλον η πιο πρόσφατη μεγάλη χριστιανική καύση, ενώ οι μουσουλμάνοι συνεχίζουν αποφασισμένοι, το κάψιμο δε από τους τζιχαντιστές του ISIS της βιβλιοθήκης της Μοσούλης το 2015, με τα 112.000 βιβλία, μεταξύ των οποίων σπάνια χειρόγραφα και μοναδικά αντίτυπα, χαρακτηρίστηκε από την Unesco «η μεγαλύτερη καταστροφή βιβλίων στην ιστορία».
«Εκεί που καίνε βιβλία, στο μέλλον θα καίνε ανθρώπους», είναι η γνωστή απλή φράση του Χάινριχ Χάινε από το 1820 ακόμη, που μοιάζει με δυστοπική υπόθεση, ενώ στην πραγματικότητα συμπυκνώνει ένα μέρος της ιστορίας της ανθρωπότητας. Τόσο απλά είναι όλα. Γι’ αυτό δεν χορταίνω να βλέπω την ταινία Κλέφτρα Βιβλίων, όπου η μικρή Λίζελ σώζει από τη φωτιά ένα βιβλίο και αργότερα έναν άνθρωπο που καταδιώκεται επειδή υπάρχει, τι υπέροχη σύνδεση!
Θα ήθελα να κλείσω με τη σκέψη της Λίζελ αυτό το κείμενο, αλλά είναι αδύνατο όσο υπάρχει το βιβλίο Φαρενάιτ 451 του Ρέι Μπράντμπερι, που μου έχει χαρίσει και τον σημερινό τίτλο άλλωστε. Φαρενάιτ 451 είναι η θερμοκρασία αυτανάφλεξης του χαρτιού. Στο βιβλίο του Μπράντμπερι όμως δεν αυταναφλέγεται κανένα χαρτί. Έχει απλώς αποφασιστεί ότι οι πυρονόμοι του κράτους θα καίνε τα βιβλία όπου τα βρίσκουν, καθώς ΟΛΑ τα βιβλία είναι απαγορευμένα. Υπάρχει βέβαια ένας πυρονόμος, που επαναστατεί απέναντι στον εαυτό του όταν σηκώνει από τη φωτιά ένα βιβλίο, υπάρχει και μια εξόριστη κοινότητα ανθρώπων που έχει μάθει τα βιβλία απέξω, για να τα σώσει, τι ευφυής τρόπος αντίστασης! Γράφει λοιπόν ο Ρέι Μπράντμπερι στο επίμετρο του Φαρενάιτ: «Υπάρχουν περισσότεροι του ενός τρόποι να κάψεις ένα βιβλίο. Και ο κόσμος είναι γεμάτος από ανθρώπους που τριγυρνάνε με αναμμένα σπίρτα. Κάθε μειονότητα, είτε είναι Βαπτιστές, είτε Ιρλανδοί / Ιταλοί / Βουδιστές Ζεν, είτε του κινήματος Απελευθέρωσης των Γυναικών / Ρεπουμπλικάνοι, είτε της Εταιρείας Μάτασιν / της Διεθνούς Εκκλησίας του Τετραγωνικού Ευαγγελίου, αισθάνεται ότι έχει το δικαίωμα, ίσως και το καθήκον, να καταβρέξει με βενζίνη και να ανάψει το φιτίλι. Ο πυραγός Μπήτυ στο Φαρενάιτ περιέγραψε πώς τα βιβλία κάηκαν στην αρχή από τις μειονότητες, η καθεμία από τις οποίες αφαιρούσε μία σελίδα ή μία παράγραφο από το βιβλίο, μετά μια άλλη, ώσπου έφτασε μια μέρα που τα βιβλία ήταν κενά και τα μυαλά άδεια και η βιβλιοθήκη έκλεισε για πάντα.»
Πηγές
- Ρέι Μπράντμπερι, Φαρενάιτ 451, Μτφρ. Β. Δουβίτσας, Εκδ. Άγρα
- Μάρκους Μαλτε, Μπλε νότες σε κόκκινο φόντο, Μτφρ. Κ. Κατοσυλάρη, Εκδ. Κέδρος
- Άλκη Ζέη, Το καπλάνι της βιτρίνας, Εκδ. Κέδρος
- https://encyclopedia-ushmm-org.translate.goog/content/en/article/book-burning
- https://www.lifo.gr/culture/vivlio/giati-kaine-oi-tzihantistes-biblia
Δείτε
- Φαρενάιτ 451, του Φρανσουά Τριφό, 1966
- Κλέφτρα βιβλίων, του Μπράιαν Πέρσιβαλ, 2013
- Τζορντάνο Μπρούνο, του Τζουλιάνο Μοντάλντο, 1973
- Το βιβλιοπωλείο της κυρίας Γκριν, της Ισαμπέλ Κόιξεθ, 2018
- Agora, του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ, 2009
- Και αυτό το μικρό βίντεο: https://www.youtube.com/watch?v=yHzM1gXaiVo&t=146s
Διαβάστε επίσης
- Επιστολή της Έλεν Κέλερ στους γερμανούς φοιτητές μετά τις 10 Μαίου 1933: https://diastixo.gr/epikaira/eidiseis/1167-keler-news
- Και τα βιβλία που κάηκαν ή απαγορεύτηκαν, φυσικά!!
Οι φωτογραφίες είναι αλιευμένες από το διαδίκτυο, από τα επίκαιρα κάθε εποχής. Η κεντρική φωτογραφία είναι το Μνημείο για την 10η Μαίου 1933, στην πλατεία Μπέμπελ Πλατς του Βερολίνου.