“Η Μαρία δεν είχε ηλικία. Για τα προηγούμενα της χρόνια δεν μιλούσε. Για τα επόμενα, δεν έλπιζε.”
(της Γεωργίας Κανελλοπούλου)
——————————————
Το 1912 απαγορεύτηκε δια νόμου στην Ελλάδα η παιδική εργασία, όχι όμως η οικιακή παιδική εργασία. Έτσι, το άθλιο φαινόμενο της υπηρέτριας ή της ψυχοκόρης (γυναικεία οικιακή παιδική εργασία, ποιος να νοιαστεί; ) συνεχίστηκε για αρκετά ακόμα χρόνια, κι έγινε σκηνή στον ελληνικό κινηματογράφο των 60s, με διάφορες παραλλαγές: η υπηρέτρια που ξελογιάζει τον κύριο της, η κλέφτρα υπηρέτρια, η υπηρέτρια που προσπαθεί να υποδυθεί την κυρία αλλά προδίδεται από τους άξεστους τρόπους της, η κουτή υπηρέτρια, η υπηρέτρια που την ξελογιάζει ένας αγαπητικός, και, μια κατηγορία μόνης της, η υπηρέτρια Δέσποινα Στυλιανοπούλου σε 17 (!) ρόλους υπηρέτριας.
Δεν βλέπουμε στις ελληνικές ταινίες αναφορά στην υπηρέτρια που τα αφεντικά της τής κλέβουν τους συμφωνημένους μισθούς, που την ταΐζουν με ένα κομμάτι ψωμί κι ένα κρεμμύδι, που την χρησιμοποιούν για να ξεχαρμανιάζει σεξουαλικά ο κανακάρης τους, που όταν έρχεται η στιγμή να ξοφλήσουν το συμβόλαιο τους την αποπέμπουν ως κλέφτρα. Δεν βλέπουμε αναφορά στα κοριτσάκια (από εφτά χρονών!) που οι οικογένειες τους τα στέλνουν υπηρέτριες ή ψυχοκόρες σε πλούσια σπίτια και τους μισθούς τους, ακόμα κι όταν μεγαλώσουν, τους παίρνει ο πατέρας ή ο αδερφός και τους διαχειρίζονται όπως θέλουν οι ίδιοι. Δεν βλέπουμε αναφορά στις κακοποιημένες, βιασμένες υπηρέτριες που καταστρέφονται, ούτε στις μεγάλες πια γυναίκες που τις διώχνουν είτε γιατί έληξε το συμβόλαιο είτε για κάποια νεώτερη, και ξαφνικά βρίσκονται μόνες, χωρίς λεφτά και σπίτι, χωρίς εαυτό. Δεν βλέπουμε αναφορά στο σκληρό εικοσιτετράωρο τους, που πρέπει να κάνουν όλες τις δουλειές σε μεγάλα σπίτια και να είναι όλα στην εντέλεια γιατί αλλιώς θα φάνε ξύλο ή θα μείνουν νηστικές ή ποιος ξέρει τι άλλο. Όταν ήρθε η δεκαετία του 1970, ο ελληνικός κινηματογράφος είχε πια αλλάξει, και ο πάντα ευαίσθητος Παντελής Βούλγαρης έφτιαξε Το Προξενιό της Άννας, δίνοντας στην υπηρέτρια την υπόσταση που της είχαν κλέψει.
Από τότε, έχουν γίνει βεβαίως πολλές μελέτες και έρευνες για το θέμα, βλέπουμε στο θέατρο τις Δούλες του Ζενέ αλλά και την Αγγέλα του Γιώργου Σεβαστίκογλου, βλέπουμε την Τελετή του Κλοντ Σαμπρόλ, σκεφτόμαστε τις διαφορές στην Ελλάδα και το εξωτερικό (δεν νομίζω πως είναι τόσο πολλές, απλώς δεν είμαι σίγουρη πως υπήρξε πουθενά τόσο μαζικός ο «θεσμός» της ψυχοκόρης – άλλο ένα «έθιμο» που έπρεπε οπωσδήποτε να καταργηθεί, να εκλείψει, το επισημαίνω γιατί είναι γνωστό αλλά ξεχνιέται πως τα έθιμα δεν είναι εξ ορισμού καλά και υγιή, συνεπώς όποτε καταπιέζουν και αδικούν πρέπει να ξεριζώνονται, αλίμονο δηλαδή να υπερασπίζεται μια κοινωνία τα άδικα έθιμα της, δεν θα πάμε ποτέ μπροστά, δεν θα αλλάξουμε τίποτα!).
Στο εξαιρετικό βιβλίο Υπηρέτριες της Ίριδας Αυδή – Καλκάνη, που εκδόθηκε το 2023 από τις εκδόσεις Γκοβόστη, τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους. Αφιερωμένο «στη Βούλα, στη Μαριώ, στη Βάσω, στην Αργυρώ, στη Σταυρούλα», το βιβλίο πιάνει την ιστορία από την αρχαία Ελλάδα και τη φτάνει ως τις «οικιακές βοηθούς» στις μέρες μας, που βεβαίως δεν είναι δουλικά, αλλά εργαζόμενες γυναίκες με διεκδικήσεις και αυτονομία, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν είναι στις περισσότερες περιπτώσεις, άγρια εκμεταλλευόμενες, χωρίς ασφάλιση και με μικρά μεροκάματα.
Η μελέτη της κυρίας Αυδή διατρέχει όλη την ελληνική ιστορία, αλλά και λογοτεχνία, και σταματάει σε σταθμούς που δεν θα επαναλάβω, θα σταθώ όμως στην πρώτη υποστήριξη των υπηρετριών από τις φεμινίστριες, στρεβλή στην αρχή αλλά διαρκώς εξελισσόμενη, και στην απόρριψη των υπηρετριών από το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, όταν αρνήθηκε να δώσει στις υπηρέτριες την ιδιότητα της εργάτριας και της άφησε εκτός – ακόμα και τις ξενοδοχειακές υπηρέτριες τις ενέταξαν κάποτε στο σωματείο αλλά τους αρνήθηκαν το δικαίωμα ψήφου. Και αυτό παρά το ότι η επίσημη Στατιστική του 1907 είχε καταγράψει 19.491 υπηρέτριες, αριθμός που μετά τις προσφύγισσες του 22 έφτασε να είναι το 1920 32.550 γυναίκες. Οι γυναίκες αυτές δεν παρήγαγαν, είπαν σε αγαστή συμφωνία συνδικαλιστές και νομοθέτες, αφήνοντας τες στη μοίρα τους. Γι αυτές συνέχισε να ισχύει το Εθιμικό Δίκαιο, αφού δεν είχαν εξαρτημένη σχέση εργασίας – δεν μπορώ να μη σκεφτώ τις ταχύτητες εργαζομένων σήμερα, τους αόρατους εργαζόμενους και εργαζόμενες της εποχής μας, που τρέχουν κυνηγημένοι σε διαδρόμους νοσοκομείων π.χ. ή και σε φραουλοχώραφα, επειδή δεν έχουν χαρτιά, ενώ έχουν προηγουμένως δουλέψει σκληρά και με πενιχρές αμοιβές… Αλλά ας επιστρέψω στο θέμα μου.
Περιλαμβάνει η κ. Αυδή – Καλκάνη στο βιβλίο της ένα απόσπασμα από το έργο Η Ελλάδα του Όθωνος του Edmond About (1855): «Είδα συχνά στην Αθήνα μια αστική οικογένεια, συγκεντρωμένη για το δείπνο.. Δεν ξέρω τίποτα πιο ταπεινό και φτωχικό όσο η όψη αυτών των δείπνων, τίποτα πιο ψυχρό όσο αυτές οι οικογενειακές συγκεντρώσεις… Μια καπνισμένη λάμπα φωτίζει το φτηνό γεύμα. Μια ακάθαρτη υπηρέτρια τριγυρίζει γύρω από το τραπέζι.» Και συνεχίζει η ίδια τώρα: “Συχνά η ακάθαρτη υπηρέτρια έπρεπε να έχει και κουρεμένο κεφάλι από τον φόβο της ψείρας, αλλά και από την αντίληψη ότι θα είναι πιο πειθαρχική και δεν θα έχει το νου της να ξελογιαστεί. Η μικρή κόρη που θα γινόταν δούλα, αναλφάβητη σχεδόν πάντα – όπως ήταν εξάλλου το 90% των γυναικών μετά την απελευθέρωση – έμπαινε φοβισμένη στο άγνωστο γι’ αυτήν αστικό περιβάλλον. Υπακούοντας στην εντολή του πατέρα της, μεταφερόταν από τον ίδιο, τον συντοπίτη ναυτικό ή ακόμη και τον τοπικό ταυχυδρόμο, περίπου σαν αποσκευή, στο σπίτι όπου θα εργαζόταν, όπου σύμφωνα με την προφορική σύμβαση μεταξύ του εργοδότη και του πατέρα της «παχτωνόταν» για 5 ή 10 χρόνια και ο πατέρας προεισέπραττε το «πάχτωμα»…”
Κλείνω αυτό το κείμενο με τρία συγκλονιστικά στοιχεία από το βιβλίο Υπηρέτριες:
- Εφημερίδα Εφημερίς, 2.4.1892: «Βρέθηκε πτώμα 20ετούς χωρικής υπηρετρίας του κ. Μαζαράκη, η οποία ήτο πολύ καλή, αλλά έμεινε έγκυος και απεπέμφθη.»
- Από την ενημερωτική έκδοση του Εθνικού Συμβουλίου των Ελληνίδων, Σύνδεσμοι Καλωσύνης, εν Αθήναις 1925: Μαθήτρια της Γ Δημοτικού του Παρθεναγωγείου Χιλλ δηλώνει: «Ευχαριστούμην πολύ να βλέπω την μαμά να μαλώνη την υπηρέτριά μας, γι’ αυτό πήγαινα συχνά και την κατηγορούσα.»
- Το ίδιο το ξεκίνημα του βιβλίου με τον διάσημο στίχο «Όμορφος κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος» του Διονύσιου Σολωμού, ενός ανθρώπου που γεννήθηκε από έναν κόμη και την ποπολάρα υπηρέτρια του, απορώ πώς καταδέχθηκαν να τον ανακηρύξουν εθνικό ποιητή αυτοί οι ίδιοι που ποτέ δεν νοιάστηκαν για τη μητέρα του, ίσως γιατί τη νυμφεύθηκε ο κόμης κι απέκτησε, ίσως, υπόσταση.
Επέλεξα αρχικά να μην αναφέρω τη Σπυριδούλα, το δεκατετράχρονο κορίτσι που σιδέρωσαν, ναι, σιδέρωσαν οι «κύριοι» της τη δεκαετία του 1950 στην Ελλάδα, αλλά δεν άντεξα, ας κατηγορηθώ για συναισθηματικό εκβιασμό… Το μόνο λίγο παρήγορο (λέμε τώρα) σε αυτή την ιστορία της Σπυριδούλας είναι πως αντέδρασε η κοινωνία τότε, δεν άντεξε τη βαναυσότητα. Η ίδια κοινωνία βεβαίως, αρκετά χρόνια αργότερα, αρεσκόταν να επιδεικνύει τις Φιλιππινέζες υπηρέτριες της, σε βαθμό που η λέξη «φιλιππινέζα» έγινε συνώνυμη κάθε εξαρτημένης εκμεταλλευτικής σχέσης, τι νομίζεις πως είμαι, η φιλιππινέζα σου; μπορεί να φώναξαν και κάποιες σύζυγοι στους συζύγους τους όταν αυτοί τους φέρονταν σαν «δούλες». Όχι πολύ παλιά.
Πηγές
1. Βιβλίο Υπηρέτριες, Ίρις Αυδή – Καλκάνη, Εκδ. Γκοβόστη
2. Η πρώτη γραμμή είναι από το βιβλίο Οι μέρες Αφηγούνται, του Εντουάρντο Γκαλεάνο, Μτφρ. Ι. Κανσή, Εκδ. Πάπυρος. Μια δική μου παράφραση: το όνομα Μαρούχα το έκανα Μαρία.
3. Ο τίτλος είναι από την Εφημερίδα των Κυριών, φ. 187, 1890, απόσπασμα κειμένου της Καλιρρόης Παρρέν, από το βιβλίο Υπηρέτριες κι αυτό.
4. Οι φωτογραφίες αλιεύτηκαν στο διαδίκτυο, όλες σκηνές από τη σειρά Handmaid’s tale, 2017, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Μάργκαρετ Άτγουντ.