(της Γεωργίας Κανελλοπούλου)

Το ξέρουμε όλοι, σε κάθε επέτειο γενεθλίων ή θανάτου του Τζον Στάινμπεκ γεμίζει το διαδίκτυο με τσιτάτα από τα Σταφύλια της Οργής: “θα βρίσκομαι παντού μέσα στο σκοτάδι, εκεί όπου δίνουν μάχη για να φάνε οι πεινασμένοι, εκεί όπου ο μπάτσος δέρνει τον ανήμπορο, εκεί όπου οι άνθρωποι φωνάζουν επειδή είναι έξαλλοι και δεν αντέχουν άλλο” , το γράφουμε ξανά και ξανά, γεμάτοι καλές προθέσεις. Αλλά η αλήθεια είναι πως βλέπουμε όλο και λιγότερο τους αόρατους ανθρώπους γύρω μας.

Ναι, οι συγγραφείς έγραφαν κάποτε γι αυτούς: ο Τζον Στάινμπεκ, ο Κάρολος Ντίκενς, ο Εμίλ Ζολά, ο Τζον Ντος Πάσος. Είμαι σίγουρη πως και σήμερα κάποιοι συγγραφείς θα γράφουν, και κάποιοι αναγνώστες θα διαβάζουμε, αλλά αυτό δεν κάνει τους αόρατους ορατούς. Τους απαθανατίζουν και οι καλοί κινηματογραφιστές και μας πιάνουν απ’ τ’ αυτί: ο Κεν Λόουτς, ο Άκι Καουρισμάκι, ο Κλίο Μπάρναρντ, ο Σον Μπέικερ… Μα εμείς βγαίνουμε λυπημένοι από το σινεμά, μπορεί και να πούν για τα ωραία κάδρα και τη μελαγχολική φωτογραφία οι πιο ψαγμένοι σινεφίλ, και μετά τι; Ίσως και να μην έχουμε καν δει πως οι πρωταγωνιστές της οθόνης είναι οι αόρατοι της γειτονιάς μας.

Οι κοινωνίες μας τους κρύβουν αυτούς τους ανθρώπους, σαν να είμαστε πιο ήσυχοι και ευτυχείς αν νιώθουμε πως εξορίσαμε τη φτώχεια και την ταλαιπώρια σε κάποιον τρίτο κόσμο ή έστω σε κάποιο προάστιο που τ’ ακούμε σαν εξωτικό. Κάπως καταφέρνουμε να μην βλέπουμε αυτούς τους ανθρώπους, τους πολύ φτωχούς ή ταλαιπωρημένους ανθρώπους που ζουν στο περιθώριο της σελίδας. Ο δάσκαλος δεν βλέπει πως το αόρατο παιδί λείπει δυό μήνες από την τάξη, οι εργαζόμενοι του εργοστασίου δεν βλέπουν την οχτάχρονη Όλγα που συνθλίβεται στην πόρτα εξόδου τους, κανείς δεν βλέπει πως ένα παιδί θύμα βιασμών και κακοποιήσεων σέρνεται στο αστυνομικό τμήμα κάθε τρεις και λίγο κόντρα σε κάθε νομοθεσία, οι λιμενικοί δεν θα δουν πως ψυχροί δολοφόνοι έριξαν άνθρωπο / ανθρώπους στη θάλασσα. Οι υποθέσεις των αόρατων ξεχνιούνται, συνθλίβονται ή πνίγονται κι αυτές, μαζί τους.

Μια ιεραρχική κοινωνία δεν είναι δυνατή παρά μόνο αν βασίζεται στη φτώχεια και στην άγνοια, είχε γράψει ο Τζορτζ Όργουελ. Κι εμείς αγνοούμε, προσπερνάμε, δεν βλέπουμε.

Ποιος θυμάται σήμερα τον Μπιλάλ Οντίν; Ο Μπιλάλ δούλευε τόσον καιρό στα χωράφια του Βαρθολομιού, μα δεν τον έβλεπαν και δεν τον πλήρωναν. Όταν ζήτησε τις 5.000 ευρώ που του χρωστούσαν, τα αφεντικά του ξέχασαν πως είναι ο πιστός τους εργάτης Μπιλάλ, και τον έσυραν στα χωράφια και τον έσπασαν στο ξύλο. Αφού νοσηλεύτηκε με βαριά χτυπήματα στο κεφάλι, στο πρόσωπο και στο σώμα, τον συνέλαβαν. Ήταν αόρατος για όλους εκτός απ’ την αστυνομία. Κανένας άλλος δεν τον είδε, ούτε οι συνδικαλιστές που με τα χιαστί Τους τσαντάκια βγάζουν λόγους σε επετειακές απεργίες, ούτε η πόλη του που, όπως όλες οι πόλεις, κυβερνάται από την ομερτά κατοίκων που δεν είναι ένοχοι μα ξέρουν πως πολύ εύκολα θα γίνουν ένοχοι κάποια στιγμή, ούτε οι κατά καιρούς κυβερνώντες που φωτογραφίζονται με μιλιτέρ εμφανίσεις μπροστά σε φωτογραφίες προσφύγων, προσφύγων σαν αυτούς τους παρανόμως επαναπροωθούμενους αόρατους, πλην όμως με βραβευμένες τις φωτογραφίες τους. Ο Μπιλάλ Οντίν ήταν και παρέμεινε αόρατος.

Η Ντοροθέα Λάνγκ τους έβλεπε. Δικές της είναι οι φωτογραφίες αυτού του κειμένου, τραβηγμένες κυρίως την περίοδο της μεγάλης ύφεσης στους δρόμους της Αμερικής. Για την πιο γνωστή της φωτογραφία, με τον τίτλο Μητέρα Μετανάστρια έγραψε μερικά χρόνια αργότερα: «Είδα και πλησίασα την πεινασμένη και απελπισμένη μητέρα, σαν να με τραβούσε με μαγνήτη. Δεν θυμάμαι πώς εξήγησα την παρουσία μου ή την κάμερά μου σε αυτήν, αλλά θυμάμαι ότι δεν με ρώτησε. Δεν ζήτησα το όνομα ή την ιστορία της. Μου είπε την ηλικία της, ότι ήταν τριάντα δύο. Είπε ότι ζούσαν τρώγοντας λαχανικά από τα γύρω χωράφια και πουλιά που σκότωναν τα παιδιά. Είχε μόλις πουλήσει τα ελαστικά από το αυτοκίνητό της για να αγοράσει φαγητό. Εκεί καθόταν σε εκείνη τη σκηνή με τα παιδιά της που κρέμονταν πάνω της.». Τώρα ξέρουμε πως η γυναίκα αυτή ήταν η Φλόρενς Όουενς Τόμσον, είχε όνομα και μια ιστορία, τώρα η φωτογραφία της είναι σύμβολο, τότε όμως; Είμαστε πάντα πιο γενναιόδωροι με αυτούς που δεν υπάρχουν πια, ίσως γιατί δεν μας ταράζει η παρουσία τους;

————————————————-

Δείτε

  1. Ο εγωιστής γίγαντας, Κλίο Μπάρναρντ, 2013
  2. Φώτα στο σούρουπο, Άκι Καουρισμάκι, 2006
  3. Ο άνθρωπος χωρίς παρελθόν, Άκι Καουρισμάκι, 2002
  4. Florida Project, Σον Μπέικερ, 2017
  5. It’s a free world, Κεν Λόουτς, 2003
  6. Ροζέτα, Αδερφοί Νταρντέν, 1999