Ο Φαμπιό Μοντάλ και ο Έκτωρ Μπελασκοαράν Σάυν μαζί, εφ’ όλης της ύλης

(της Γεωργίας Κανελλοπούλου)

Ερ. Καλησπέρα σας. Είμαι πολύ χαρούμενη και λίγο αγχωμένη που είστε και οι δυό στην παρέα μας σήμερα, δυό τόσο διάσημοι ντετέκτιβ, ο Έκτωρ ιδιωτικός ντετέκτιβ, αναρχικός και μονόφθαλμος, παιδί των εξεγέρσεων του 1968 στο Μεξικό, ο Φαμπιό ένας αστυνομικός, παιδί μεταναστών στη Μασσαλία, διαμορφωμένος από το παραβατικό του παρελθόν, άγνωστοι μεταξύ σας και με ολόκληρο Ατλαντικό ωκεανό ανάμεσά σας, αλλά πάντα νιώθω, όταν διαβάζω τις περιπέτειες σας, πως έχετε γνωριστεί… (κοιτάζονται, προφανέστατα για πρώτη φορά). Εσείς νιώθετε πως έχετε κάτι κοινό;

Έκτωρ: Την κόλαση.

Φαμπιό: Τη μουσική.

(Έχουν απαντήσει ταυτόχρονα και γελάνε)

Ερ. Τη μουσική; Εντάξει, περίμενα να μου πείτε κάτι σαν “τις πολιτικές δολοφονίες”, αλλά ας πούμε για μουσική. (γέλια) Μπορώ να το φέρω στο μυαλό μου στη δική σου ζωή Φαμπιό, σ’ έχουμε δει πολλές φορές να μαγειρεύεις ή να πίνεις το ουίσκι σου βάζοντας μουσική, λίγο Lightnin’ Hopkins λίγο Coltrane, άλλοτε έθνικ, αλλά σ’ εσένα Έκτωρ; Μπορείς να μου πείς μια μουσική στιγμή σου κατά προτίμηση μέσα σε μια περιπέτεια; 

Εκτωρ: Ήταν μιά τρομερή μουσική, μια μεγαλειώδης, μια απέραντη μουσική, που την είχα ανακαλύψει όταν οι τύποι της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Πόλης του Μεξικού μού ζήτησαν βοήθεια για να ξαναβρούν ένα φορτηγό γεμάτο μουσικά όργανα. Ένα απόγευμα, στα μισά της πρόβας, ανακάλυψα σ’ ένα άδειο θέατρο, όπου υπήρχαν μόνο οι μουσικοί και οι ήχοι τους, τον εαυτό μου να κλαίει με μια μουσική που με συγκλόνιζε και με συντάραζε. Και γι’ αυτό είχα περάσει περισσότερο καιρό στις πρόβες παρά στις έρευνες για το φορτηγό. Ήταν η Ογδόη του Μάλερ.

Ερ. Φαμπιό, μπορείς να διαλέξεις κι εσύ μια μουσική που να σχετίζεται με κάποια υπόθεση, κάποια παρακολούθηση ίσως;

Φαμπιό: Είχαν γίνει ιστορίες στη συνοικία. Βέβαια, πάντα γίνονται ιστορίες στις συνοικίες, οι συνοικίες έχουν τα τσούρμα τους και τα τσούρμα φτιάχνουν τις ιστορίες. Σκεφτόμουν πως το σημαντικό είναι να συναντιούνται οι άνθρωποι, να ανακατώνονται με τους άλλους, με τις υποθέσεις ο ένας του άλλου. Αυτό ήταν το πνεύμα του τσούρμου. Ανήκες στο τσούρμο σήμαινε μες την ίδια γαλέρα, όλοι μαζί τραβώντας κουπί! Για να τα βγάλουν πέρα. Πλάι – πλάι. Πήρα μια κασέτα του Μπομπ Μάρλεϊ απ’ την μπροστινή θήκη. Είχα πάντα μαζί μου τουλάχιστον μια, για στιγμές σαν κι αυτές. Και το So much trouble in the world ταίριαζε μια χαρά για να τσουλάς στη νύχτα.

Ερ. Για να τσουλάς στη νύχτα… Και την κόλαση, που είπες εσύ Έκτωρ πως είναι το κοινό σας σημείο, τη φαντάζομαι πάντα νύχτα, δεν μπορώ να σκεφτώ μια ηλιόλουστη κόλαση. Αν και νομίζω πως ο πιο πετυχημένος προσδιορισμός είναι ο σεξπιρικός: “η κόλαση είναι άδεια και όλοι οι διάβολοι είναι εδώ” λέει ο Σέξπιρ στην Τρικυμία, και μου φαίνεται πως εσείς με αυτούς τους διαβόλους τα βάζετε όλη την ώρα, άλλοτε νικάτε άλλοτε νικούν εκείνοι, πάντα όμως νύχτα. Τι λες Έκτωρ; Έχει χρώμα η κόλασή σου; 

Έκτωρ: Μα η κόλαση δεν είναι ασπρόμαυρη, όπως στις ταινίες; Η μόνη αληθινή ζούγκλα δεν είναι αυτή του σινεμά; (πικρό γέλιο κι απ’ τους δυό, σοβαρεύουν αμέσως, συνεχίζει ο Έκτωρ) Ένας ποιητής, Γάλλος μιγάς, που μου είχε πει μια φορά στο Χονγκ Κονγκ ότι οι Εσκιμώοι έχουν 11 λέξεις για το «άσπρο» και μια φυλή του Αμαζονίου 1.036 για το «πράσινο», αυτός λοιπόν ο άνθρωπος πέθανε αργότερα ευγενικός, συμπαθέστατος, χαμογελαστός, με μια μικρή οπή στο μέτωπο. Μια σφαίρα μικρού διαμετρήματος τον είχε πετύχει την ώρα που πηδούσε ένα οδόφραγμα. Μόλις μια μικρή κατακόκκινη αμυχή κάτω από τον μαύρο μπερέ, έναν αναχρονισμό που διατηρούσε για να του θυμίζει ότι κάποτε είχε δει το Παρίσι. Από την πληγή έβγαινε καπνός, θαρρείς και ο θάνατος κάπνιζε… Ναι, αν υπάρχει κόλαση, είναι ασπρόμαυρη, όπως ο καπνός, όπως στις ταινίες.

Φαμπιό: Η δική μου κόλαση δεν έχει χρώμα, έχει ήχο. Τον ήχο των ειδήσεων. Η καθημερινή δόση μίσους, βίας, θανάτου. Η Βοσνία θυμίζει Λίβανο, και μετά η Ρουάντα Βοσνία και Λίβανο μαζί, στο χειρότερό τους. Αναγκαστικά στο χειρότερο τους. Ο Χίτλερ μόλυνε ολάκερο τον κόσμο. Στη Χιροσίμα οι Αμερικάνοι πειραματίστηκαν με τον τρόμο. Αλλά και πιο πριν, ο πόλεμος του ’14 είχε κυλήσει την ανθρωπότητα μέσα στον αποτροπιασμό. Το πριν και το μετά έμοιαζαν σαν αδέλφια. Και οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν πια άλλο απ’ αυτό. Να αλληλοσπαράσσονται. Το χωράφι του γείτονα θα είναι πάντα καλύτερο από το δικό μας, άρα το καταπατούμε, κι εκείνος φωνάζει τους μπάτσους ή βγάζει το όπλο του. Αλληλοσκοτωμός. Για μια γυναίκα, ένα αμάξι, ένα φράχτη σε λάθος θέση, ένα καταπατημένο κομμάτι γης, μια θρησκεία, μια χώρα. Υπάρχει πάντα κάποιος που θεωρεί τον εαυτό του καλύτερο από τους άλλους. Πιο καθαρό, πιο δίκαιο. Και κόβει κεφάλια. Δολοφονεί, σφαγιάζει. Στο όνομα του δικαίου…

Ερ. Νομίζετε πως το παρελθόν ήταν πιο αγνό, απλούστερο, πιο όμορφο τελικά; Νιώθετε ποτέ νοσταλγία; Έχετε κάποια πατρίδα που νοσταλγείτε, κάποια πράγματα που χάθηκαν μέσα στο χρόνο και τα θέλετε πίσω;

Έκτωρ: Αν υπάρχει νοσταλγία είναι για τα πράγματα που ποτέ δεν είδαμε. Για τους φίλους που δεν αποκτήσαμε ακόμα, τα βιβλία που δεν διαβάσαμε, τα φαγητά που αχνίζουν στη χύτρα κι ακόμα δεν τα δοκιμάσαμε. Ανήκουμε όλοι στους τόπους πού δεν γνωρίσαμε. Αυτή είναι η αληθινή νοσταλγία, η μοναδική. Μερικοί προσπαθούν να συντηρήσουν τις αυταπάτες και δημιουργούν νοσταλγίες, ιδιοκτησίες, ύμνους και σημαίες, όμως στη ζωή μαθαίνεις, μαθαίνει αυτός που θέλει να μάθει, ότι κανένας δεν είναι από ‘κεί που γεννήθηκε, από ‘κει που τον μεγάλωσαν. Ότι κανένας δεν είναι από πουθενά…

Φαμπιό: Νιώθω νοσταλγία για το μπαρ του Χασάν (γέλια). Αισθανόμουν όμορφα στο μπαρ του Χασάν. Οι τακτικοί θαμώνες του ήταν όλοι μια παρέα και δεν τους χώριζε τίποτα, ούτε τα χρόνια, ούτε το φύλο, ούτε η κοινωνική τους τάξη ή το χρώμα του πετσιού τους. Αυτός που πήγαινε εκεί για το ποτό του, σίγουρα δεν ψήφιζε Εθνικό Μέτωπο, ποτέ του δεν θα το ‘κανε αυτό, μήτε μια φορά στη ζωή του, σε αντίθεση με κάποιους άλλους γνωστούς μου. Όλοι οι πελάτες αυτού του μπαρ ήξεραν πολύ καλά γιατί ζούσαν στη Μασσαλία κι όχι αλλού. Τη φιλία που ανάσαινες εκεί συνάμα με τη μυρωδιά του γλυκάνισου την ένιωθες στη ματιά που αντάλλασσες με τους άλλους. Σε καθησύχαζαν όλα αυτά. Σου έδιναν την αίσθηση πως δεν είχαμε τίποτα να χάσουμε αφού ήδη είχαμε χάσει τα πάντα.

Ερ. Είχε πει ο Βίκτορ Ουγκό πως η ζωή είναι μια παρατεταμένη απώλεια όλων όσων αγαπάμε, κι αυτό μου ήρθε στο μυαλό ακούγοντας και τους δύο… Είπε ο Φαμπιό πως είχαμε ήδη χάσει τα πάντα. Τι χάσαμε; Πότε το χάσαμε;

(σιωπή. Ο Έκτωρ κοιτάζει κάτω, ο Φαμπιό κάνει μια κίνηση με τα χέρια σαν να λέει «πολλά»)

Ερ. Και τι κερδίσαμε; Δεν μπορεί να μην κερδίσαμε τίποτα…

Φαμπιό: Ένα βράδυ μπήκα σ’ ένα μπαρ, βρήκα θέση σ’ ένα τραπέζι όπου κάθονταν μια παρέα νεαροί που τους γνώριζα λιγάκι. Θαμώνες του μπαρ. Τους κέρασα μόλις κάθισα και τα κεράσματα διαδέχονταν το ένα τ’ άλλο. Τώρα ο Σόνυ Ρόλλινς έπαιζε το Without a Song. Με τον Τζιμ Χολ στην κιθάρα. Ο πιο όμορφος δίσκος του, The Bridge. Ένιωσα τρομερά ωραία που βρισκόμουν εκεί, σ’ έναν φυσιολογικό κόσμο. Με νέους που αισθάνονταν καλά μες το πετσί τους. Ακούγοντας τ’ ανοιχτόκαρδα γέλια τους. Συζητήσεις που έπλεαν ανέμελες, μες τους ατμούς του αλκοόλ. «Γαμώτο, δεν πρέπει να χάνεις το στόχο», ούρλιαζε ο ένας. «Γιατί να θες να γαμήσεις τους Παριζιάνους; Το Κράτος πρέπει να γαμήσουμε! Οι Παριζιάνοι τι είναι δηλαδή; Την έχουν χειρότερα απ’ όλους. Γιατί ζουν πλάι στο Κράτος. Εμείς είμαστε μακριά, γι’ αυτό είμαστε καλύτερα, δεν γίνεται αλλιώς.» Αυτή είναι η άλλη Μασσαλία. Με μια τόση δα δόση αναρχισμού στη μνήμη της. Εδώ, ξέρετε, στη διάρκεια της Κομμούνας το 1871, η μαύρη σημαία των αναρχικών είχε κυματίσει για σαράντα οκτώ ώρες στη νομαρχία… Σε πέντε λεπτά, έτσι ξαφνικά, η ίδια παρέα άρχισε να μιλάει για τους Τζαμαϊκανούς. Βάλθηκαν ν’ αποδείξουν ο ένας στον άλλο πως αν έχεις δυο κουλτούρες, καταλαβαίνεις καλύτερα τους άλλους, τον κόσμο. Μπορούσαν να περάσουν όλη τη νύχτα κουβεντιάζοντας γι’ αυτό. Αυτό κερδίσαμε.

Ερ. Έκτωρ, τι λες εσύ; Τι κέρδισε η δικιά σου χώρα, η πόλη σου;

Έκτωρ: Η δικιά μου πόλη έχει τις κολόνες φωτισμού στο λάθος σημείο και είναι γεμάτη σκιές εκεί που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν. Είναι κατασκευασμένη με υλικά τις καταχρήσεις εξουσίας και το φόβο, τη διαφθορά και τη διαρκή απειλή της ζούγκλας που, κρυμμένη στα πρόσωπα του συστήματος, ξεπροβάλλει κάθε τόσο για να μας υπενθυμίζει ότι είμαστε εύθραυστοι, ότι είμαστε μόνοι, ότι μια μέρα θα γίνουμε λίπασμα για τα ραδίκια. Ή ότι μια μέρα όλα πρέπει να παιχτούν κορόνα-γράμματα, στυλ γουέστερν, ή να κριθούν σε μια μονομαχία στην κεντρική λεωφόρο: ΑΥΤΟΙ Ή ΕΜΕΙΣ. Ίσως τότε σας πω τι και ποιοι κερδίσαμε.

Ερ. Ο Ίταλο Καλβίνο μας είχε πει πρόσφατα σε μια συζήτηση πως οι πόλεις, όπως τα όνειρα, είναι φτιαγμένες από επιθυμίες και φόβους, ο Έκτωρ μας είπε για μια πόλη γεμάτη σκιές εκεί που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν… Πώς είναι η δική σου πόλη Φαμπιό, η Μασσαλία;

Φαμπιό: Πολλές φορές πια διασχίζω την πόλη αλλά δεν βλέπω τίποτα γύρω μου. Το μόνο που γνωρίζω ακόμα σχετικά μ’ αυτήν, είναι η υπόκωφη βία της και ο επιδερμικός ρατσισμός της. Ξεχνάω αυτές τις στιγμές πως η ζωή δεν είναι μόνο η βία και ο ρατσισμός, ότι, παρά τα όσα συμβαίνουν, αρέσει στους ανθρώπους αυτής της πόλης να ζουν. Ότι με την κάθε ημέρα που ξημερώνει, η ευτυχία φαντάζει σαν ιδέα καινούρια, έστω κι αν αργά τη νύχτα η κατάληξη είναι ένας βίαιος έλεγχος ταυτοτήτων.

Ερ. Και πάλι ο Ίταλο Καλβίνο, μιλάει στις Αόρατες Πόλεις για θραύσματα ευτυχίας, και λέει πως θα μπορούσε με αυτά τα θραύσματα να φτιάξει κομμάτι κομμάτι την τέλεια πόλη, μια πόλη φτιαγμένη από στιγμές κι από σινιάλα που κάποιος στέλνει χωρίς να ξέρει ποιος θα τα συλλέξει… Για σας τι είναι ευτυχία; Ποια είναι τα δικά σας θραύσματα, τα σινιάλα, πού θα σας έκαναν να νιώσετε ευτυχία;  

Έκτωρ: Θα μ’ άρεσε να ταξιδέψω σε όλα τα καράβια που φόρτωσα, σε όλα τα καράβια μ’ όλους εκείνους τους επιβάτες που βοήθησα να αποβιβαστούν, κουβαλώντας βαλίτσες γεμάτες πολύχρωμες ετικέτες ξενοδοχείων, τελωνείων, σιδηροδρομικών γραμμών…

Φαμπιό: Μ’ έναν καυτό καφέ στο χέρι, να θρονιαστώ  μπροστά στο πέλαγο αφήνοντας το βλέμμα μου να πλανηθεί πέρα μακριά. Εκεί όπου τα πάντα ανατρέπονται. Ειρηνεμένος επιτέλους. Ξέρετε, έτσι έμαθα τη θάλασσα. Και την ιστορία, και τη γεωγραφία, ακόμα και τη λογοτεχνία. Τέλος πάντων, εκείνη τη λογοτεχνία που είναι ικανή να σου εξιστορήσει πως υπάρχουν θάλασσες στις οποίες δεν μπορεί κανείς να κολυμπήσει, πως υπάρχουν λιμάνια όπου κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να φιλήσει κορίτσια, και χώρες που ίσως γλιτώσουν από την ανθρώπινη βλακεία…

Τελευταία Ερ.: Παρακολουθήσεις, εξιχνιάσεις, κακοί, εθνικιστές, φασίστες, μαφίες, κοινωνικοί αποκλεισμοί, βιασμοί, δολοφονίες… ανάμεσα σε όλα αυτά βρίσκετε κι οι δύο κουράγιο και χρόνο να βοηθήσετε όσους χρειάζονται βοήθεια… σαν να σηκώνεστε ψηλότερα από την αθλιότητα, και οι δυό. Το καταφέρνετε στ’ αλήθεια να σηκώνεστε ψηλότερα;

Έκτωρ: Είναι ένα κείμενο του Κορτάσαρ, για το σταθμό του τρένου στο Νέο Δελχί… Όταν το διάβασα μου προξένησε μια αίσθηση, ότι δεν μπορείς να ζήσεις σε ορισμένες σκοτεινές ζώνες αυτού του κόσμου δίχως να γίνεις λίγο κυνικός και κάμποσο κάθαρμα… Είναι γεγονός πως είναι πολύ δύσκολη η ειρηνική συνύπαρξη με το κομμάτι της κοινωνίας που έχει γίνει θρύψαλα, μ’ εκείνη τη δική σου πλευρά που κατακρημνίζεται… Δεν ξέρω… Για έναν μονόφθαλμο θα έπρεπε να είναι πιο εύκολο. Αρκεί να κλείσει μόνο το ένα μάτι!

(γελάει και κλείνει το καλό του μάτι)

Φαμπιό: Εγώ πάλι, νομίζω πως έτσι τα κανόνιζα πάντα με την πραγματικότητα, προσπαθούσα πάντα να την τοποθετώ στο επίπεδο των ονείρων μου, στο επίπεδο του βλέμματος μου, σε ύψος ανθρώπινο. Κι ας δίνει πάντα το παρόν η ανθρώπινη βρομιά, το δίνουν και οι αυταπάτες. Ξέρετε, βάλτε να παίζει ένα δίσκο του νοτιοαφρικανού Abdullah Ibrahim, κυρίως ένα κομμάτι, το  Zikr. Εγώ δεν πιστεύω μήτε στο Θεό μήτε στο Διάβολο, αλλά η μουσική αυτή με καλεί να πω τι ωραία που είναι η γη και τι θαυμάσια. Το κομμάτι αυτό το ακούω με τις ώρες. Με γεμίζει ανθρωπιά.

Τέλος: Σας ευχαριστώ πολύ. Κλείνοντας, θα επιχειρήσω να απαντήσω σε κάτι που έχει πει ο Φαμπιό, λέει λοιπόν σ’ ένα σημείο, δεν θυμάμαι ποια δολοφονία εξιχνίαζε: “Υπάρχουν ακόμα σήμερα πράγματα να τα καταλάβεις; Μήπως δεν έχουμε όλοι μας καταπιαστεί με το να κοπανάμε το κεφάλι μας στον τοίχο; Διότι απαντήσεις δεν υπάρχουν. Κι οι ερωτήσεις πουθενά δεν οδηγούν.” Όμως οι ερωτήσεις οδηγούν κάπου μερικές φορές. (χαμογελάνε κι οι δύο και καταλαβαίνω πως είναι παντοτινοί ήρωες μου)

—————————————————————–

[Ήταν μια συζήτηση, φανταστική φυσικά, με τους καταπληκτικούς λογοτεχνικούς ντετέκτιβ Φαμπιό Μοντάλ, προερχόμενο από την Τριλογία της Μασσαλίας του Ζαν Κλοντ Ιζό, και Έκτωρ Μπελασκοαράν Σάιν, προερχόμενο από διάφορα βιβλία της σχετικής σειράς του Πάκο Ιγνάθιο Τάιμπο ΙΙ. Όλες οι “απαντήσεις” έχουν ληφθεί μέσα από τα βιβλία αυτά, χωρίς καμία παρέμβαση, εκτός από απλές συντακτικές αλλαγές ώστε να δένουν τόσο μεταξύ τους όσο και με τις ερωτήσεις μου.]

Πηγές

  1. Η τριλογία της Μασσαλίας, Ζαν Κλόντ Ιζό, μτφρ. Ρ. Σωμερίτης, εκδ. Πόλις
  2. Αποσπάσματα από πολλά βιβλία του Πάκο Ιγνάθιο Τάιμπο ΙΙ όπως: Στην ίδια πόλη υπό βροχή, Και σαν σκιές επιστρέφουμε, Η σκιά της σκιάς, Όνειρα συνόρων, Χωρίς αίσιο τέλος, όλα από τις εκδ. Άγρα, σε μτφρ. Κρ. Ηλιόπουλου

Όλα τα σκίτσα είναι του Ζαν Ζακ Λουστάλ, από τις νουάρ σειρές του.

Το soundtrack της συνέντευξης:

Δείτε

Τη μίνι σειρά τριων επεισοδίων “Ντετέκτιβ Μπελασκοαράν”, σε σκηνοθεσία Ροντρίγκο Σάντος, με τον Λουίς Χεράρδο Μέντεζ:

https://www.imdb.com/video/vi2219491865/?playlistId=tt21963650&ref_=tt_ov_pr_ov_vi