(της Γεωργίας Κανελλοπούλου)

Η ταινία Playtime του Ζακ Τατί είναι ένα αριστούργημα. Σαν να έχει γυριστεί στο μέλλον αλλά με όρους και συνθήκες παρελθόντος, με ένα αναρχικό υπόγειο χιούμορ που επιτυγχάνεται περιέργως σε μια ασαφή ιστορία χωρίς καν διαλόγους, και με ένα σκηνικό πραγματικά ευφυές.

Αυτό το μαγ(ευτ)ικό σκηνικό λοιπόν κατασκευάστηκε εξ ολοκλήρου για την ταινία και ονομάστηκε Tativille, μια πόλη 15.000 τετραγωνικών μέτρων, με δίκτυο αποχέτευσης και θέρμανση, με γυάλινα φουτουριστικά κτίρια γεμάτα αυτοματισμούς που αδυνατούν να χειριστούν οι άνθρωποι, με διαμερίσματα, οθόνες και ενοίκους που βλέποντας το ίδιο θέαμα στην τιβί τους γίνονται οι ίδιοι θέαμα σε μια συγκλονιστική σκηνή της ταινίας, με καινοτόμα προϊόντα και τουρίστες που αναφωνούν «ααα!» σε μια πόλη που το παρελθόν της το βλέπει μόνο σαν αντανάκλαση στις εμπορικές βιτρίνες και στα παράθυρα των τροχοφόρων της. (Tourists ή eco-terrorists? έγραφε ένα σύνθημα που είδα πρόσφατα σε τοίχο γαλλικού πανεπιστημίου, μισό αιώνα μετά την ταινία, και δεν μου φταίνε οι τουρίστες που στην πλειοψηφία τους είναι απλοί τύποι σαν κι εμένα που μαζεύουν λίγα χρηματάκια μία στο τόσο να ταξιδέψουν, να δουν κάτι άλλο – φταίει κάτι στο μοντέλο, στο πώς γίνονται τα πράγματα, αλλά αυτό είναι ίσως άλλο θέμα, ας επιστρέψουμε στο Playtime).

Ένας μη-τόπος, απογυμνωμένος από την ιστορία και τη μνήμη, όπως ακριβώς ήταν απογυμνωμένη από κάθε βρωμιά και μυρωδιά η κουζίνα στην άλλη ταινία του Τατί O Θείος μου , και το μπαρ του Playtime απογυμνωμένο από την ίδια του την ταυτότητα, καθώς μοιάζει «μισό φαρμακείο, μισό καφέ-μπαρ», όπου και το φαγητό έχει κάτι που παραπέμπει περισσότερο σε νοσοκομειακούς χώρους παρά σε εστιατόριο.

Σε μια προγενέστερη συνέντευξη για το Cahiers du cinéma με τον Bazin και τον Truffaut, το 1958 συγκεκριμένα, ο Ζακ Τατί είχε δηλώσει: «Είναι η ομοιότητα που είναι δυσάρεστη για μένα. Βρισκόμαστε πάντα στην ίδια καρέκλα. Φτάνουμε σε μια μπρασερί στα Champs-Elysées, και νιώθουμε ότι θα ανακοινωθεί πως η πτήση 412 θα προσγειωθεί, δεν ξέρουμε αν είναι ένα φαρμακείο, μπακάλικο, αεροδρόμιο. Παλαιότερα όλα είχαν μια σφραγίδα».

Στην ταινία πάντως υπάρχει η δική του θαυμάσια σφραγίδα, υπάρχουν σκηνές που μένεις με το στόμα ανοιχτό, οι περισσότερες δεν μπορούν να περιοριστούν σε μια φωτογραφική στιγμή, και ειδικά το δεύτερο μέρος είναι όλο ένα ξέφρενο φελινικό φινάλε, ασταμάτητο, μια τελική κατάρρευση που δεν ενδιαφέρει κανέναν από τους συμμετέχοντες σε αυτή.

 

Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν είχε γράψει στο καταπληκτικό του δοκίμιο “The Work of Art in the Age of Mechanical Reproducibility” (το 1935) ότι η ανθρωπότητα μπορεί να φτάσει σε τέτοιο βαθμό αυτο-αλλοτρίωσης που να βιώσει την ίδια της την καταστροφή ως μια αισθητική απόλαυση πρώτης τάξης, κι αυτό νιώθω πως γίνεται στην τελευταία σκηνή του Playtime, χωρίς φυσικά να σημαίνει πως ο Ζακ Τατί διάβαζε Μπένγιαμιν, ούτε πως δεν διάβαζε, σίγουρα όμως πως οι ευφυείς άνθρωποι που θέλουν να δουν έξω από τη βιτρίνα κάνουν συχνά παρόμοιες σκέψεις, και τις εκφράζουν όπως μπορεί ο καθένας, άλλος γράφει, άλλος σκηνοθετεί ένα αριστούργημα, άλλος φτιάχνει συνθήματα.

Ένα χρόνο μετά την προβολή της ταινίας στη Γαλλία, ήταν πια Μάης του ’68, το σύνθημα στον τοίχο έγραφε “Κηρύξτε την πόλη σε κατάσταση διαρκούς ευτυχίας” και ο Ζακ Τατί είχε χρεωκοπήσει.

Πηγές

  1. Ταινία Playtime, Ζακ Τατί, 1967
  2. Μελέτη «η μυθολογία της κατοίκησης, η ταινία mon uncle ως εργαλείο ανάγνωσης των αρχών του μοντέρνου κινήματος» https://chilonas.files.wordpress.com/2019/03
  3. Μελέτη «μη τόπος στον κινηματογράφο του Ζακ Τατί», https://dias.library.tuc.gr/view/manf/82395
  4. Βάλτερ Μπένγιαμιν, “The Work of Art in the Age of Mechanical Reproducibility”

(Το κείμενο είναι αναδημοσίευση από τη στήλη “στιγμιότυπα” της υπογράφουσας στο διαδικτυακό περιοδικό Αυτολεξεί, 22.04.23)