[“Η Κάρλα τον ρώτησε: “Μα δεν μπορείς να μου διαβάσεις ένα ποίημα κάποιου που δεν έχει αυτοκτονήσει;” Ο Βισέντε διάλεξε το “Μποτίλια στο πέλαγο” του Χόρχε Τεϊγιέρ: Κι εσύ θέλεις ν’ ακούσεις, θες να καταλάβεις. Κι εγώ / σου λέω: ξέχνα ό,τι ακούς ή γράφεις ή διαβάζεις. / Αυτά που γράφω δεν είναι για σένα, μήτε για μένα ή / για τους μυημένους. Είναι για το κορίτσι που κανείς / δεν του ζητάει να χορέψουν, ή για / κείνους που / σηκώνουν το μεθύσι και που τους περιφρονούν / όσοι θαρρούν πως είναι άγιοι.” — απόσπασμα από το βιβλίο Χιλιανός Ποιητής]

(της Γεωργίας Κανελλοπούλου)

Ήμουν στο φουαγιέ του κινηματογράφου Άστορ, έπινα ένα τζιν τόνικ και προσπαθούσα να συνέλθω από την ταινία που μόλις είχαμε δει με την Άννα: «Ποίηση χωρίς τέλος» του Αλεχάντρο Χοδορόφσκι, μια μαγευτική, μαγική δημιουργία. Η ταινία ανήκει στο ρεύμα του αυτοβιογραφικού σουρεαλισμού, το οποίο μόλις βάφτισα όντας λάτρης των κατηγοριοποιήσεων που ανατρέπουν τις προηγούμενες κατηγοριοποιήσεις.

Ο μικρός Αλεχάντρο της ταινίας ζει στο Σαντιάγο και κάπου εκεί στα 40s – 50s αποφασίζει να γίνει ποιητής, προς μεγάλη απογοήτευση της οικογένειάς του. Ο ίδιος εντάσσεται στη μεγάλη παρέα των χιλιανών ποιητών, γνωρίζει τον Ενρίκε Λιν, τη Στέλα Ντίας, τον Νικανόρ Πάρα, συνιστούν μια πολυπληθή αβάν γκαρντ που θέλει να αμφισβητήσει τις φόρμες και τις νόρμες σε ζωή και ποίηση ταυτόχρονα. Όλη η άποψη της παρέας και της ταινίας περί ποίησης, αν δεχτούμε παρακινδυνευμένα ότι υπήρχε μία κεντρική άποψη, ίσως να αποφασίζεται στη σκηνή όπου δύο ποιητές – οι Λιν και Πάρα νομίζω – αρχίζουν να βαδίζουν σε ευθεία γραμμή χωρίς καμία παρέκκλιση, μπαίνουν σε κήπους, σκαρφαλώνουν σε αυτοκίνητα, περνάνε μέσα από μια ξένη κρεβατοκάμαρα, και εντέλει βρίσκουν μπροστά τους το άγαλμα του Πάμπλο Νερούδα και το βάφουν χορεύοντας, κι εγώ, χωμένη στην πολυθρόνα του κινηματογράφου, σκέφτομαι πως κάποιο δίκιο έχουν, η ποίηση δεν έχει δουλειά της ούτε να βαδίσει ευθεία μα ούτε να στέκεται σαν άγαλμα.

Πληθωρικός, στρατευμένος ως το μεδούλι και υπέροχος, ο Πάμπλο Νερούδα λέει για τον εαυτό του: «Προσωπικά εξακολουθώ να εργάζομαι με τα υλικά που έχω και με ό,τι είμαι. Είμαι ον παμφάγο και καταβροχθίζω αισθήματα, όντα, βιβλία, γεγονότα και μάχες. Και όλη τη Γη ακόμα θα μπορούσα να τη φάω. Και να πιω όλη τη θάλασσα.» Γεννημένος στο φτωχό νότο της Χιλής, ο Νερούδα γίνεται το σύμβολο της χιλιάνικης ποίησης, παίρνει Νόμπελ, διώκεται, γίνεται Πρόξενος, φυλακίζεται. Είναι τόσο μεγάλος ο όγκος του που ρίχνει τη σκιά του σε μια χώρα που οι μισοί κάτοικοι δηλώνουν ποιητές, μια χώρα που έχει πάρει δύο Νόμπελ, και τα δύο στην Ποίηση! Ο Νερούδα δεύτερος, πρώτη η Γκαμπριέλα Μιστράλ, η σπουδαία λυρική ποιήτρια και επίσης, μεταξύ άλλων, διπλωμάτισσα.

Αν ο Νερούδα μπορεί όντως να πιει όλη τη θάλασσα όπως ο ίδιος λέει, οι πειραματιστές φίλοι του Χοδορόφκσι δεν θέλουν να πιουν σταγόνα. Δεν θέλουν μια ποίηση που καταβροχθίζει τα πάντα ούτε μια ποίηση που δείχνει δρόμους. Το λένε εδώ:

Κυρίες και κύριοι
Αυτή είναι η τελευταία λέξη μας
-Η πρώτη και τελευταία λέξη μας-
Οι ποιητές κατεβήκανε απ’ τον Όλυμπο.

Για τους παλιότερους
Η ποίηση ήταν ένα είδος πολυτελείας
Για μας ωστόσο
Πρώτης ανάγκης είδος είναι:
Αδύνατο χωρίς αυτή να ζήσουμε.
Εμείς κουβεντιάζουμε
σε γλώσσα καθημερινή
Σύμβολα καβαλιστικά δεν θέλουμε.

Όλοι αυτοί οι κύριοι -Και το λέω αυτό μ’ όλο το σέβας-
Να μηνυθούνε πρέπει και να δικαστούν
Για οικοδόμηση πύργων στον άνεμο
Για κατασπατάληση χώρου και χρόνου.

Στο υπέροχο μυθιστόρημα Χιλιανός Ποιητής, έτσι, χωρίς άρθρο, για να γίνεται αυτόματα πληθυντικός ο τίτλος, γνωρίζω τον Γκρεγκ, που δεν είχε διαβάσει Νικανόρ Πάρα, τον ήξερε όμως, λέει, μέσω του Ρομπέρτο Μπολάνιο, γιατί ο Ρομπέρτο Μπολάνιο μνημονεύει συνέχεια άλλους συγγραφείς – κι ο Γκρεγκ θέλει να κάνει ρεπορτάζ γι’ αυτή τη χώρα όπου οι ποιητές είναι σημαντικοί, η ποίηση εκεί είναι, περιέργως, παραδόξως, κεφαλαιώδης – και ο ένας μνημονεύει τον άλλον, σαν χωριό.

“Θα ανακαλύψουμε ένα σωρό άγριους ντετέκτιβ”, λέει ο Γκρεγκ ενθουσιασμένος. Και στο βιβλίο αποκαλύπτονται, όπως αντιγράφω από το Bookpress, “ποιητές ραχιτικοί, ποιητές queer, ποιητές σε ντελίριο, ποιήτριες που γράφουν ταυτόχρονα και με τα δύο χέρια δύο διαφορετικά ποιήματα, ποιητές χιλιανοί που απαγγέλλουν αγγλόφωνα ποιήματα και ποιητές που μαλλιοτραβιούνται, ποιητές που «διοργανώνουν καταιγισμούς ποιημάτων σε μέρη στιγματισμένα από την αστυνομική βία», ποιητές πειραματικοί που μιλούν με τους αγκώνες, από άποψη ανώνυμοι ποιητές, ποιήτριες φεμινίστρες και ποιήτριες που έμαθαν αγγλικά ακούγοντας τους Radiohead και καπνίζοντας μπάφους. Ανάμεσά τους, και μια ποιήτρια που δηλώνει συγκινημένη: «Για μένα το γράψιμο είναι μια μορφή επιστροφής σ’ έναν τόπο όπου δεν έχω πάει ποτέ και που δεν τον γνωρίζω».” Μια καινούργια παρέα, ποιητές του 21ου αιώνα πια, που θεωρούν κλασική αξία και τον Νικανόρ Πάρα, δίπλα στον Νερούδα τον τοποθετούν. Η εξέλιξη είναι αμείλικτη, Νικανόρ!

Είναι αρκετά σαφές
Πως δεν υπάρχουν στη σελήνη κάτοικοι
Πως οι καρέκλες είναι τραπέζια
Πως οι πεταλούδες είναι άνθη σε αέναη κίνηση
Πως η αλήθεια είν’ ένα λάθος συλλογικό
Πως το πνεύμα πεθαίνει μαζί με το κορμί
Είναι αρκετά σαφές
Πως οι ρυτίδες δεν είναι ουλές.

Ο Νικανόρ Πάρα προτάθηκε για Νόμπελ πολλάκις, δεν το κέρδισε, τα χιλιάνικα Νόμπελ παρέμειναν δύο, όπως και της δικής μας χώρας, δυό τόσο μακρινές χώρες με όλα κι όλα τέσσερα Νόμπελ στο σύνολο, όλα ποιητικά. Αν το κέρδιζε ο Πάρα το βραβείο, τι λόγο θα έβγαζε άραγε; Ωραία θα ήταν να έκανε μια δήλωση, πως είναι το πρώτο Νόμπελ στην Αντι-ποίηση, για παράδειγμα! Να, σαν αυτή εδώ, που είχε κάνει στο Athenea: «Είμαστε μία γενιά γενικώς απολιτική ή καλύτερα αυτό που θα αποκαλούσαμε μη-στρατευμένοι αριστεροί. Με τη θρησκεία είχαμε σχέσεις επιφανειακές, συμπτωματικές, δεν πιστεύαμε στον καθολικισμό. Στο ξεκίνημά μου γοητευόμουν από τις ανατολικές φιλοσοφίες. Με τους φίλους μου ποιητές εμφανιστήκαμε στην ποίηση όταν στο προσκήνιο κυριαρχούσε η ποίηση του ελεύθερου στίχου, του ιερατικού ύφους, η ερμητική, πειραματική ποίηση. Εμείς επιδιώξαμε να εκτεθούμε με ποίηση απροσχημάτιστη, αυθόρμητη, φυσική. Αργότερα αναδείχτηκαν οι λογοτεχνικές αδυναμίες εκείνων των προταγμάτων, εντούτοις εκείνη η πρώτη εμφάνιση αποτέλεσε το εφαλτήριο για την εξέλιξή μας. Το αντι-ποίημα – σύζευξη του παραδοσιακού τραγουδιού με νότες ιθαγενούς σουρεαλισμού – δεν είναι παρά μία ψυχολογική και κοινωνιολογική οπτική να κοιτάζουμε την ήπειρό μας». Ίσως πάλι, όλοι οι ορισμοί της αντι-ποίησης, γιατί μου φαίνεται αστείο η αντι-ποίηση να έχει έναν ορισμό, να περικλείονται κατά κάποιον τρόπο στη θαυμαστή φρασούλα του Χοδορόφκσι στην ταινία «Ποίηση χωρίς τέλος»: “I no longer see the world through your eyes“. Για να δούμε:

Πριν πέσει εντελώς η νύχτα
θα μελετήσουμε τις μουτζούρες στον τοίχο:
Μερικές μοιάζουν με φυτά
Άλλες με ζώα της μυθολογίας.
Ιππόγριφοι
δράκοντες
σαλαμάνδρες

Αλλά οι πιο μυστηριώδεις απ’ όλες
Ειναι εκείνες που μοιάζουν με ατομικές εκρήξεις.
Στον κινηματογράφο του τοίχου
Η ψυχή βλέπει αυτό που δεν βλέπει το σώμα:
Ανθρώπους γονατιστούς
Μανάδες με μωρά στην αγκαλιά τους
Έφιππα μνημεία
Παπάδες που υψώνουν την αγία κοινωνία:
Γεννητικά όργανα που ενώνονται.

Αλλά οι πιο περίεργες απ’ όλες
Είναι
χωρίς καμιά αμφιβολία
Εκείνες που μοιάζουν με ατομικές εκρήξεις.

Δεν είναι τυχαίο που στον Χιλιανό Ποιητή γίνεται αναφορά στους Άγριους Ντετέκτιβ του Ρομπέρτο Μπολάνιο. Εκεί, μέσα σε μια αδιανόητη πλοκή με ποιητές είτε υπαρκτούς είτε προϊόντα της μπολάνιας φαντασίας, κάνει την εμφάνισή του ένα λογοτεχνικό κίνημα που επίσης θέλει να διαφύγει από την αυτοκρατορία του Νερούδα. Γράφει ο μεταφραστής Κώστας Αθανασίου στο σύντομο εισαγωγικό του σημείωμα στο βιβλίο πως “το κίνημα αυτό ήταν ένα είδος λογοτεχνικού αντάρτικου, ένα κίνημα τελείως περιθωριακό και άγριο που μετατράπηκε σε φόβο και τρόμο των καθώς πρέπει λογοτεχνικών εκδηλώσεων”. Κάπου μέσα στο βιβλίο, διατυπώνεται και η, χρήσιμη σε κάθε περίπτωση, ρήση “το πρόβλημα με τη λογοτεχνία, όπως και με τη ζωή, είναι ότι πάντα στο τέλος καταλήγουν όλοι να μετατρέπονται σε μαλάκες”.

Οι ποιητές των Άγριων Ντετέκτιβ μοιάζουν λίγο με τους ποιητές που βρίσκει στον Χιλιανό Ποιητή η Πρου, νεοϋορκέζα δημοσιογράφος που πηγαίνει στη Χιλή για να τους βρει και να γράψει ένα άρθρο γι’ αυτούς. Γνωρίζοντας αρκετούς, σημειώνει «Οι χιλιανοί ποιητές είναι εξαιρετικά ανταγωνιστικοί. Είναι λες και βρίσκονται στο χρηματιστήριο, λες και παίζονται πολλά λεφτά. Και λεφτά δεν υπάρχουν. Καθόλου.» Επιβεβαιώνει η Πρου –  και ο Μπολάνιο – την ιδέα μου πως αυτοί εκεί οι χιλιανοί δεν γράφουν ποίηση για κανενός τύπου καταξίωση, ούτε για κάποια οικονομική ασφάλεια φυσικά. Γιατί γράφουν λοιπόν;

Μια κι η ζωή δεν είναι άλλο από μια μακρινή πράξη,
Λίγος αφρός που γυαλίζει μέσα σ’ ένα ποτήρι.
Μια και τα δέντρα δεν είναι άλλο από έπιπλα που κουνιούνται:
Δεν είναι άλλο από καρέκλες και τραπέζια σε συνεχή κίνηση.
Μια κι εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε άλλο από όντα
(Όπως ο ίδιος ο θεός δεν είναι άλλο παρά θεός)
Μια και δε μιλάμε για να μας ακούσουν
Παρά για να μιλήσουν κι οι άλλοι
Κι ο ήχος έρχεται πριν από τις φωνές που τον παράγουν
Μια κι ούτε καν έχουμε την παρηγοριά ενός χάους
Στον κήπο που χασμουριέται και πλημμυρίζει αγέρα,
Ένα αίνιγμα που πρέπει να ξεδιαλύνουμε πριν πεθάνουμε
Για να μπορέσουμε ν αναστηθούμε ήσυχα μετά.
Μια που υπάρχει και στην κόλαση ουρανός,
Επιτρέψτε μου να κάνω κι εγώ μερικά πράγματα:

Θέλω να κάνω φασαρία με τα πόδια μου
Θέλω η ψυχή μου να βρει το σώμα της.

 

Γι’ αυτό γράφουν λοιπόν. Θέλουν να κάνουν φασαρία με τα πόδια τους.

—————————————————

Πηγές

  1. Όλα τα ποιήματα είναι του Νικανόρ Πάρα, από το βιβλίο Ποιήματα και αντιποιήματα,  μτφρ. Ρ. Καππάτος, εκδ. Εκάτη
  2. Αλεχάντρο Σάντρα, Χιλιανός ποιητής, μτφρ. Αχ. Κυριακόδης, εκδ. Ίκαρος
  3. Πάμπλο Νερούδα, Τη ζωή μου, ομολογώ, την έζησα, μτφρ. Γ. Kεντρωτής, εκδ. Gutenberg
  4. Ρομπέρτο Μπολάνιο, Άγριοι Ντετέκτιβ, μτφρ. Κ. Αθανασίου, εκδ. 21ος αιώνας
  5. https://bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/13432-zambra-alejandro-ikaros-chilianos-poiitis-xenios

Δείτε